Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

·      Το τεράστιο πρησμένο δάχτυλο με το πελώριο άσπρο παπιγιόν στάθηκε μπροστά από τη  διαδρομή του βλέμματος και εμπόδισε την εικόνα να λευτερώσει την κατανόηση των ερωταποκρίσεων και τις ανάγκες των τραγικών αλυσοδεμένων που θέλησαν να γράψουν ένα μήνυμα απόγνωσης προς πάσα κατεύθυνση

·      Ο κυματισμός είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα για την ανοχή του διανοήματος και του στομάχου και η οργή ήταν πια θέμα χρόνου για να γίνει μια κόλαση από πηκτό εμετικό μείγμα

·      Το μειδίαμα των αρχόντων αποτέλεσμα της ερμηνείας της ανάγνωσης είχε κάτι από εκείνη τη μυρουδιά του καμένου, από το ποδοβολητό του ελαφιού που κυνηγά το χαμένο πράσινο και εκείνης της κάμπιας που κουλουριαζεται όταν το ράμφος απειλητικό πλησιάζει, αδύναμη από την φύση της να αντισταθεί στο κοφτερό της αιχμής

·      Και οι άρχοντες όταν παίρνουν μηνύματα, απορούν, χαμογελούν και συνευρίσκονται σχολιάζοντας το παραβατικόν της συντάξεως

·      Όχι για το καλό σου, αλλά για το καλό τους

·      Και οι οίκοι πληθαίνουν τα ευρώ πολλαπλασιάζονται και τα πουλερικά  γεννούν συνεχώς χρυσά αυγά

·      Τα φεγγάρια άλλοι τα βλέπουν μαλαματένια κι άλλοι, εκεί στην άκρη της κατάληξης,  με μια μεγάλη χαρακιά να στάζει εκείνο το σκούρο κόκκινο, που το λένε αίμα

·      Στις απέραντες μονές με τα χρυσοποίλκιτα άμφια   απέμεινε ταπεινό μόνο το ξύλο που εκτελεί τα χρέη του σημάντρου

·      Ακόμα κι  αυτός όμως ο κτύπος έχει την εγκόσμια φωνή της απομόνωσης του ταπεινού

·      Και η τραγουδιστή καμπάνα στο ξωκλήσι με τη κελαρυστή φωνή υπερήφανη, συνεχίζει να κατευθύνει το λόγο ανάμεσα από άξαχες  και θημωνιές

·      Και τα πατερικά κείμενα προσπαθούν τις μαύρες νύχτες να δραπετεύσουν και να αναζητήσουν το Παπά με τα ροζιασμένα χέρια που μαζί με τη καμπουριασμένη γριά,  ανεβαίνουν τον ανήφορο του μονοπατιού για να ευλογήσουν το συναπάντημα της Ζωής με το θάνατο

·      Και σαρκάζουν με τη σιωπή τους και τις ανάσες τους  τις μεγάλες εκπομπές λόγου που βγαίνουν απροσχημάτιστα από  τα στόματα  των παρηκμασμένων, ταπεινών ιπποτών των ορθογωνίων τραπεζών

·      «Ε ρε τι γίνεται», παραμιλά ο μπαρμπα Βαγγέλης

·      Κι ο συνονόματος του από κάτω με το αγροτικό τετράτροχο τραγουδά τη πραμάτεια του, στιχοπλοκώντας

·      «Είναι ζάχαρη είναι μέλι τα καρπούζια του Βαγγέλη»

·      Η ευρηματικότητα της φτώχειας

·      Ε ρε τι γίνεται !

·      Και εκείνη η μεγάλη απουσία με το περίεργο κουρδιστό βάδισμα με τις περίεργες γκριμάτσες και τα σπασμωδικά κινούμενα σχέδια στα χέρια, ευχαρίστησε το Θεό για την υπομονή που της  επέδειξε κι απόμεινε εντελώς γυμνή απέναντι σε έναν καθρέφτη με μια σκαλισμένη κορνίζα ολόγυρα,  να αναπολεί τις μέρες που ήταν στολισμένη και καμαρωτή

·      Και το είδωλο κάνει πια τους δικούς του μορφασμούς ανεξαρτητοποιώντας την υπόσταση του από το αληθοφανές

·      Και οι υπόλοιποι σκύβουν χειροκροτούν και ερμηνεύουν

·      Άλλοι κλαίνε άλλοι γελάνε κι άλλοι κουνούν το καύκαλο

·      Αμνοερίφια  εν τη σφαγή μπροστά σε απουσίες  γυμνές

·      Χωρίς να κατανοούν το  μοιρολόι της ταυτότητας

·      «Ε ρε τι γίνεται», κόλλησε η φράση στο στόμα του μπαρμπα Βαγγέλη

·      «Ο παλιατζής, δώστε σημασία στο παλιατζή κυρίες μου, καθαρίζω σαβουρώνω ό,τι έχετε, ο παλιατζής!»

·      Κι η φωνή επισκίασε την παχύρρευστη οργή του σκεπτόμενου

·      Και το μπαλκόνι έμοιαζε Πολιτεία ανεξάρτητη με σημαία τη λευτεριά της ανάγνωσης

·      Και τα ρήματα του παλιατζή σαν να έδιναν  στο φθινόπωρο το αποπνικτικό των πεπραγμένων

·      Κι ανάμεσα στο σωρό κι ένα σκονισμένο τετράδιο

·      Ένα φύσημα στο εξώφυλλο κι η σκόνη πήρε μαζί της όλες τις μνήμες και χάθηκε μακριά

·      Ένα μπλε τετράδιο με μια άσπρη ετικέτα

·      Πολιτική Αγωγή, το μάθημα

·      Δε θυμάται καθόλου το πρόσωπο του διδάσκοντος

·      Το μόνο που θυμάται είναι ότι έμοιαζε πολύ μ όλους αυτούς που καθόντουσαν πίσω από κάτι ψηλές πολυθρόνες με ένα μεγάλο γραφείο μπροστά και μια φωτογραφία της γυναίκας τους και των παιδιών τους

·      Τους θυμάται έξω από κάτι μεγάλα τρομαχτικά μαύρα οχήματα να γελούν και να τραντάζει το σύμπαν, με τα ρούχα τα προσεγμένα, τις όμορφες μπλούζες και τα ακριβά παπούτσια

·      Τους θυμάται έξω από πλεούμενα κι από ακριβά εστιατόρια να μιλούν συνωμοτικά και να αποπνέουν την αύρα τού κάτι παραπάνω από σένα

·      Πολιτική Αγωγή, για να μαθαίνεις να μην αντιστέκεσαι, να σιωπάς

·      Για να μαθαίνεις ότι η ζωή δεν είναι για σένα που γεννήθηκες ένα πρωινό της Παρασκευής με μαμή και με ένα κερί για να φεύγουν οι σκιές

·      Δεν είναι για σένα που βλέπεις το φεγγάρι με εκείνη την περίεργη χαρακιά στην άκρη, αυτή ντε, που έχει ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα

·      Ε ρε τι γίνεται!

·      «Πέρα σους πέρα κάμπους, που είναι οι ελιές, είναι ένα Μοναστήρι ειν’ ένα μοναστήρι»

·      Σιγοψιθύρισε το γυμνασιόπαιδο  μαζεύοντας την κασετίνα του από το μουχλιασμένο χώμα

·      Μέσα είχε δυο τρία μολύβια και μια γόμα

·      Στο μικρό χωριό με τις πορτοκαλιές τις λεμονιές και τις ελιές κανείς δε νοιαζόταν να ανάψει το μονοκαντηλο που το σβήνε το βοριαδάκι που ανέβαινε  από τη θάλασσα όταν σουρούπωνε

·      Μόνο οι μικροί θυμόντουσαν εκείνη τη μικρή φλόγα που τρεμοπαίζει όταν ένα καντήλι ετοιμάζεται να σβήσει και έτρεχαν να βάλουν λίγο λάδι και να δώσουν και μια δικαιολογία στη τεμπελιά τους

·      Ε ρε τι γίνεται κάτω από το μπαλκόνι

·      Μικροπωλητές, παλιατζήδες, γεμάτος ο δρόμος

·      Σκονισμένα τετράδια, γυμνασιόπαιδα που μεγαλώσαν, που πρόκοψαν με τα χρόνια

·      Συνωστισμός επιτυχίας στη λεωφόρο

·      Και τα πεζοδρόμια γέματα από παλαμάκια

·      Έχετε προσέξει ποτέ το σχοινί ανάμεσα στο χειροκρότημα και στη λεωφόρο?

·      Προσέξτε το!

·      Ε ρε τι γίνεται!

·      Ο μπαρμπα Βαγγέλης πάντα στην ίδια θέση καθισμένος στη  ξεφτισμένη πολυθρόνα του να μονολογεί συνέχεια την ίδια φράση

·      Φτωχός πλην τίμιος, ο ανεπρόκοπος

·      Και έχεις και εκείνο το γείτονα με τα πολυφωνικά τραγούδια στο μαγνητόφωνο να σου σπαράζει την καρδιά

·      Ε ρε τι γίνεται!

λοξός

loksos@gmail.com

 

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

·      Στα  παραμύθια τα σκοτεινά,  ο Ουρανός είναι γεμάτος από μαύρα σύννεφα και το φεγγάρι έχει μπροστά μια τεράστια μαύρη κουτσουλιά

·      Στα παραμύθια τα απόκρυφα, τα νεφώδη, οι σκηνές δεν έχουν μουσική και τα πρόσωπα είναι δυσδιάκριτα

·      Οι σκηνές εναλλάσσονται και το γουργουρητό της γάτας τρομοκρατεί την απόπειρα της φαντασίας να φτιάξει έναν Ήλιο

·      Στα παραμύθια τα δισφεγγή υπάρχουν πολλοί, άλλοι μπροστά κι άλλοι πίσω

·      Και μερικοί άλλοι έξω από την ιστορία,  που απλώς ακούνε, χωρίς να βλέπουν ένα τζάκι και τις κάποιες μικρές φωτίτσες να ξεπετάγονται και να σβήνουν, μην αντέχοντας το ασφυκτικό του πλαισίου

·      Στα παραμύθια τα κακοθέατα,  η ανυπαρξία μετράει τ’ άστρα

·      Ένα τραπέζι, ένα λευκό τραπεζομάντιλο, ένα βάζο με λουλούδια. Στο κέντρο η απουσία η δυσνόητη  και δίπλα περικοκλάδες ευπρεπώς ιστάμενες και επικοινωνιακώς ενδεδειγμένες

·      Βροχή από μεγάλες φράσεις από πολυσήμαντες ερωτήσεις

·      Κάνουν τη μοναξιά της εκφράσεως να φαντάζει πονεμένη

·      Ενα στερέωμα χαλασμένο, ματωμένο, βαριά κτυπημένο

·      Μια ανήκεστος βλάβη του στερεώματος

·      Μια απουσία ολόκληρη σε μια σκοτεινή αίθουσα που οι παριστάμενοι αναζητούν την ολοκλήρωση της αμηχανίας

·      Κι από πάνω, κοράκια μαύρα, με γαμψά ράμφη φτιάχναν μια μακάβρια σύνθεση μαύρου περιεχομένου και μια κακόφωνη συνάρτηση φωνημάτων

·      Όλα ήταν στην εντέλεια

·      Φρεσκοσιδερωμένες, κουμπωμένες υφασμάτινες ενδυμασίες,  με χρώματα που να αρμόζουν στην περίσταση

·      Και πιο πάνω κάποιες κλωστές στερέωναν τις οπτασίες, να στέκονται όρθιες και ένας θεόρατος μάγος με μακριά δάχτυλα και μεγάλα νύχια βοηθούσε την κίνηση να καλύπτει την απεραντότητα του ακατανόητου

·      Παραδίπλα πολλές λέξεις ανακατεμένες προσπαθούσαν να δώσουν στην απορία το εισιτήριο της εγκατάλειψης

·      Οι απαντήσεις, περιστρεφόμενες μπαλαρίνες προσπαθούσαν να αποσυντονίσουν για μια ακόμα φορά την σοβαρότητα του αυτονόητου.

·      Μια δοκησισοφία επαναλαμβανόμενη προσπαθούσε εις μάτην να φτιάξει μια σύνθεση με αρχή μέση και τέλος

·       Μια πολυδίνητη στιγμή διασκεδαστική έκανε τη σοβαρότητα των αναστεναγμών μια βαρετή προσέγγιση

·      Το περισπούδαστο ύφος να υποτιμά την πραγματικότητα και να αφομοιώνει νομίμως και ηθικώς την κραυγαλέα πρόκληση της  αλαζονείας

·      Η ανήκεστος βλάβη του σύμπαντος

·      Ένα τίποτα τεράστιο χωρίς τη συνδρομή του χρόνου ένα απίστευτο κενό με μπόλικες πανικόβλητες ανάσες

·      Η ύλη σε λανθάνουσα κατάσταση

·      Η κατοχύρωση του απαράδεκτου

·      Κι η αντίδραση ένα ουσιαστικό, απομονωμένο από την διαδικασία

·      Μια αποσιώπηση της καθαρότητας του λευκού  και μια απίστευτη απροκάλυπτη παραποίηση της ελπίδας

·      Κι όταν η διήγηση των πεπραγμένων τελειώσει και μια τελευταία ανάσα επιβεβαιώσει την ανυπαρξία της ιστορίας

·      Τα δυο μάτια θα αφομοιώσουν την ρητορική, αλλά όταν τα βλέφαρα σφαλίσουν κι απομείνουν οι λέξεις μοναχές τα μαύρα πουλιά θα κρώζουν εφιαλτικά και τα πελώρια νύχια θα τραβολογούν το δέρμα, το απ την ιστορία αυλακωμένο 

·      Και νομίμως θα ξεχωρίσεις ότι γεννήθηκες σε έναν κόσμο με ευφυείς που εμπλουτίζουν τη ζωή τους με λεπτομέρειες ανούσιες, αγνοώντας το ηθικό του ιστορήματος.

·      Και τα κιτάπια που κάποτε  θα διαβάζονται από κάποιους μικρούς χαζούς ρομαντικούς και ονειροπόλους αμείλικτα θα καταδικάζουν το νόμιμον

·      Και τότε κανένας αφηγητής δε θα μπορεί να αλλάξει τις λέξεις

·      Και καμιά μάγισσα με ραβδάκι δε θα μπορέσει να βάλει χρυσές καραμέλες στις πικρές παραγράφους

·      Και οι αράδες θα αποτυπώνονται σκληρά, εφιαλτικά από γραφιάδες απελευθερωμένους από το χρόνο.

·      Πάμε πάλι από την αρχή

·      Ένα τραπέζι ένα λευκό τραπεζομάντιλο ένα βάζο με λουλούδια

·      Καρέκλες είδωλα με χέρια και πόδια, μπροστά τα μικρόφωνα, στόματα κλειστά, απόντα σώματα χωρίς πρόσωπα

·      Φώτα χαμηλωμένα μια αίθουσα άδεια

·      Στο βάθος μια σκιά καθισμένη προσπαθεί ν ακούσει

·      Εντελώς μόνη 

·      Έξω ο δρόμος μουσκεμένος η ομίχλη είχε πέσει για τα καλά

·      Με το ζόρι διέκρινες τα πόδια των περαστικών

·      Στην γωνιά δυο τρεις πιτσιρικάδες  λέγαν αστεία και πιο κάτω το παράθυρο ενός καφενέ φώτιζε το σκοτεινό διάδρομο

·      Στις εξώπορτες ζευγαράκια σφυροκοπούσαν τον έρωτα και που και που κανένα γάβγισμα έσπαγε την αρχοντιά της σιωπής της νύχτας

·      Έβαλε το κλειδί, δυο στροφές, ένα τρίξιμο

·      Πέταξε το κορμί του στο κρεβάτι

·      Έκλεισε τα μάτια του

·      Να σκεφτεί ένα όνειρο θέλησε

·      Ξεκίνησε με μια θάλασσα και ένα καΐκι κι άφησε μετά τον ύπνο να φτιάξει τα υπόλοιπα

·      Έπρεπε να βρει ένα  όνειρο οπωσδήποτε 

·      έβαλε και λίγο χρώμα στον ουρανό έβγαλε το μαύρο εντελώς και άλλαξε πλευρό

·      Ως δια μαγείας κάποια πουλιά ξεπεταχτήκαν αρπάξαν το μάγο με τα σουβλερά νύχια και τον εξαφάνισαν στο βάθος τ΄ ουρανού

·      Ενα χαμόγελο σχηματίσθηκε

·      Το όνειρο  είχε πάρει το δρόμο του

·      Και κανείς δε μπορούσε να το σταματήσει.

·      Κανεις!

λοξός

loksos@gmail.com