Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009


· Ένα σπήλαιο σε μια γειτονιά με πολύχρωμες αναπνοές και σκυθρωπούς ορίζοντες. Ένας ασήμαντος πατέρας μια πολυσήμαντη Μάνα ένα Αστέρι πίσω από κάτι σύννεφα.

· Στις χαραμάδες του υπερφυσικού, που ξανοίγεται το φως όταν βαριέται την απλωσιά.

· Αγελάδες όρθιες πρόβατα ανακούρκουδα άχυρα σκορπισμένα ένα ξύλινο κρεβατάκι δυο ακίνητα πρόσωπα μια εικόνα ανήμπορη να αλλάξει, τυπωμένη στο χαρτί, στις ιστορίες, με τζάκια, χιόνια, μαγκάλια και κάστανα

· Χρυσός, λίβανος και σμύρνα στα ανοικτά δάχτυλα, μαγικές ικεσίες για περισσότερο ξημέρωμα

· Οι ιστορίες πέρασαν δίπλα από το χνότο του ξαπλωμένου στο χιονισμένο δρόμο. Ένα δάκρυ έκανε ένα βαθούλωμα στο λευκό, ένα μικρό νερό φανερώθηκε, αλλά πουθενά εκείνη η χαρά που συλλογιέται, πουθενά εκείνος ο μικρός ήλιος με τις ακτίνες γραμμές, που στολίζει το πάνω, στο φύλλο της ιχνογραφίας.

· Και ανεβάζεις το βλέμμα ψηλά να δεις τον «μεσοπρόθεσμο ορίζοντα» του Παπανδρέου και των υπολοίπων. Ένα πουλί τερατόμορφο από πάνω σε κάνει να βάζεις αντιφεγγιά το βραχίονα και τα μάτια μισοκλείνουν, βλέποντας την ξενιτιά την επουράνια

· Καταστολισμένα τα πολιτικά χριστουγεννιάτικα δέντρα, τις μέρες των παραμυθιών. Καλογυαλισμένες ευχές, λευκά χαμόγελα και μπόλικοι μελλοντικοί χρόνοι. Αναλόγως το κάθισμα. Όταν είσαι πρωθυπουργός υπόσχεσαι, αναλύεις τους στόχους, αλλοιώνεις την πραγματικότητα, βάζεις φωτιά στο καθιερωμένο της όρασης.

· Αν είσαι δέντρο της παρακάτω αλέας , που σκέφτεσαι να ανέβεις την πλαγιά να γίνεις πλατάνι της μεγάλης πλατείας, τότε τα λόγια είναι καθρέφτες της άλλης σκέψης, αναχώματα ψεύδους. Απλώς να ικανοποιηθεί η ανάγκη του μορφασμού και της αγανάκτησης. Αξιωματική αντιπολίτευση φωνημάτων, με χριστουγεννιάτικο ύφος, αλλά με την σημειολογία της εσταυρωμένης ερμηνείας. Στο σπήλαιο της αναταραχής, στην παλιά πολυκατοικία των ιδεών, του Σαμαρά, της Ντόρας και του Ψωμιάδη

· Κι όταν το αριστερό άλλοθι της Αλέκας και του Αλέξη φωνάζει με τις ντουντούκες έξω από το σπήλαιο κανένα πρόσωπο δεν γυρνά, ακόμα και οι αγελάδες τα πρόβατα και τα μικρά έντομα κάτω απ τα άχυρα, αρνούνται να ακούσουν το πολυκαιρισμένο ξεφώνημα του κοινότοπου λόγου. Στα Χριστούγεννα άλλωστε η υμνολογία είναι ίδια εκ πεποιθήσεως

· Και στο σπήλαιο περιμένουν τα δώρα για να κλείσει το ριντό να αποσυρθούν οι παριστάμενοι να βοσκήσουν λεύτερα τα ζωάκια στο κάμπο. Η πολυσήμαντη μάνα να ξεφύγει στον ουρανό, ο ασήμαντος πατέρας να ανακατευτεί με το πλήθος και να απομείνουν οι βοσκοί, να σκουπίσουν το σκηνικό να μαζευτούν σε σωρό όλες οι σκέψεις, να στριμωχτούν μέσα στο νου και να γίνουν συμβολικά σημειώματα.

· Και φεύγει το γαλάζιο από το στερέωμα και ένα ξεχωριστό φωτεινό υπερηφανεύεται

· «Σε θέλω σαν βροχή πάνω μου», ακούστηκε να φωνάζει το φεγγάρι! Και χαμηλώνουν οι γιορτές κι ανυψώνεται ο πόνος

· Και οι μάγοι εξ ανατολών έγιναν εκ δύσεως. Πάντα ο προσανατολισμός είχε ένα πρόβλημα όταν επρόκειτο να απαλύνει πληγές.

· Το βράδυ θα πέσει, οι νιφάδες μπορεί να έρθουν. Τα πρόσωπα θα μείνουν καρφωμένα λίγο στο κάδρο. Θα δοθεί η εντολή. Ένα κομμάτι πένθιμο. Η κουρτίνα κλείνει. Από μέσα μια ανακατωσούρα. Απ έξω, τα θολά πρόσωπα καρφωμένα μπροστά στο σκηνικό του προκαθορισμένου σπηλαίου.

· Κανείς δεν αποχωρεί, τα μάτια προσηλωμένα. Η μουσική σταμάτησε και η ακινησία τρομάζει την ιεροτελεστία.

· Έτσι είναι τα Χριστούγεννα στα υπόγεια, στις στοές των υπονόμων, στις μαχαιρωμένες ιστορίες

· Και πίσω από το τζάκι κάποιες κάλτσες θα μείνουν χωρίς περιεχόμενο και εφέτος!

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ

· Πρόλογος ίδιος, επίλογος να ακολουθεί το καθιερωμένο.

· Με το «μια φορά», και ένα «ζήσαν αυτοί καλά», να φεύγει ο δράκος, να χαμογελά η πριγκιποπούλα, να φανερώνεται το άσπρο άλογο, να μεταμορφώνεται ο βάτραχος σε ένα όμορφο παλληκάρι, να μιλούν οι ζωγραφιές, να τραγουδούν τα σύννεφα.

· Τα παραμύθια τα έφτιαχναν άνθρωποι που μπορούσαν να ονειρεύονται να αγαπούν να γελούν και να κλαίνε. Αναστεναγμός του απόκρυφου η ουσία του παραμυθιού.

· Σκυφτή η γιαγιά με το σφιχτοδεμένο μαντίλι, με τις βελόνες στο χέρι, το κουβάρι με τη κλωστή να κυλιέται, μια γάτα να μπερδεύεται στην ανάμνηση. Ένας μπόμπιρας σε μια γωνιά να ανακατεύει κάποια ξερόκλαδα παιχνίδια, μια μάνα να πλένει στη σκάφη, ένας πατέρας σκέψη μοναχά, σε ένα χωράφι γεμάτο από φτώχεια και ένα θολωμένο τζάμι με ένα ξεροβόρι άγριο, να κάνει το απόβραδο μια σκοτεινιά απερίγραπτη.

· Και τότε, όταν τα ξερόκλαδα δεν κατάφερναν να ξεπεράσουν τη φαντασία κι όταν το μονότονο άρχιζε να θεριεύει, οι ποιητές των τζακιών οι μεγάλες γιαγιάδες, έπλεκαν το όνειρο μαζί με τη κόκκινη κλωστή. Κι ανοίγαν τα στόματα και να σου οι λέξεις αυτοκρατόρισσες, να κάνουν το μυαλό να γυρνοβολά σε κάστρα και ποτάμια, σε λιβάδια, λίμνες και παλάτια.

· Και να περνά ο χρόνος, αποσβολωμένος κομμάτια από μπροστά σου, να θυμάσαι τις ίδιες λέξεις και να νοσταλγείς εκείνα τα Χριστούγεννα πίσω απ το θολωμένο τζάμι με τις μεγάλες λέξεις και τις αξέχαστες εικόνες.

Η αλήθεια του λευκού

Όταν απομακρύνεται ο δρόμος, στενεύει στο βάθος και οι φιγούρες γίνονται μακρινές. Το λευκό χαλί αποκαλύπτει τα ίχνη που έκρυβε το τσιμέντο.

Η αλήθεια του χιονιού είναι οι πατημασιές των περαστικών, γλυπτά σμιλεμένα με βιασύνη και καθημερινά μονολογήματα.

Βήματα παραμιλητά, του αληθινού.

Το λευκό αποκρυπτογραφεί το τίποτα, απογυμνώνει τη σκόνη

Η θεία διαφορετική μορφή του υγρού!

Τα δέντρα στο πλάι ενταγμένα στην στιγμιαία απεικόνιση του τοπίου, στοιχισμένα με αρμονία, προστατεύουν την υπεροχή του πολυφανούς.

Και δυο πλάτες γυρισμένες στο τέλος του ορίζοντα, αφήνουν την αρχή και χάνονται χωρίς έκφραση, εκεί που τελειώνει το έκδηλο.

Στο λευκό χαλί, στον έρημο δρόμο του βραχύλεκτου, όταν πέφτει το χιόνι, όταν το τσιμέντο ντύνεται, δραπετεύει η επίκρυφη ματιά της γραμμής.

Στην ανείπωτη απουσία του χρώματος, το χαμογελαστό και το πένθιμο αποκαλύπτουν τη σιωπή!

loksos@gmail.com