Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 16/4/2009

·      Το μικρό σκουπιδάκι κατευθύνθηκε με ακρίβεια προς την ανοικτή κόρη, η οποία προσπαθούσε να ανιχνεύσει το περίγραμμα της εκδήλωσης του πόνου μέσα στους κατανυκτικούς ήχους και στο διάχυτο μαύρο, το χαρακτηριστικό του χαμού, του πένθιμου του σιωπηλού

·      Ήταν μια απρόσμενη βοήθεια εξ ουρανού, εκεί που το δάκρυ δεν έβγαινε με τίποτα, ήρθε εκείνο, με το μεγαλοπρεπές λίκνισμα που του δώσε κληρονομιά ο άνεμος, για να επισημοποιήσει  την υγρασία που είχε χαθεί από το πρόσωπο το σκυθρωπό, το μοναχικό, το απλησίαστο, το ασυγκίνητο

·      Μακρόσυρτοι οι σκοποί αποκαθηλώνουν τη σκέψη και ζωγραφίζουν στα κρεμασμένα καντήλια τις απαραίτητες σκιές, για να φτιάξουν έτσι, εκείνο το ανατρίχιασμα της ανύψωσης που δίνει η ταύτιση με την υπέρβαση

·      Στο  ξωκλήσι το γεμάτο γριές,  με τις μαύρες μαντίλες και το απόμακρο βλέμμα

·      Κι από μέσα ο παπάς με τα ψεύτικα στολίδια που φάνταζαν διαμάντια ακατέργαστα, όταν η φλόγα του κεριού έγερνε και άφηνε στο τέλος της, τη μικρή καπνιά και εκείνη τη μυρουδιά του αγνού να ξεδιπλώνεται

·      Κι απ έξω στην μικρή αυλή, οι κουρασμένοι από το μεροκάματο, καθισμένοι στις πεζούλες  με ροζιασμένα πρόσωπα και χέρια μιλούσαν για το χώμα και τη βροχή

·      Άγια  τα χέρια, γυμνές οι φράσεις, κοφτά λιτά τα πειράγματα, μαχαιριές αγαπημένες οι ματιές

·      Και κάποιοι μικροί στις γωνιές, φτιάχνουν με τα πετραδάκια κάτι πυργάκια ετοιμόρροπα

·      Και μια γιαγιά απειλητική να αποσπάται από το υπερβατικό και να παρεμποδίζει την τελετουργία του παιχνιδιού στο όνομα της επιτηδευμένης προσήλωσης στο θείον

·      Στους μικρούς ναούς με τα καθαρά κεριά να καίνε τη ματαιότητα  και τις μαυροφορεμένες να ψέλνουν για τη ζωή και το θάνατο

·      Και στους μεγάλους ναούς με τα υπερπολυτελή άμφια, τα βυζαντινά τυπικά και τις απόψεις τις τηλεοπτικές, χρυσοί δίσκοι στο βωμό της  εύκολης ερμηνείας, της εύπεπτης αναγνώρισης, προσφέρονται αντίδωρο στην εκκοσμίκευση του μεταφυσικού

·      Και στις ιστοσελίδες απολογείσαι κοινωνία γιατί με έφτιαξες να μη μπορώ να ξεδιαλύνω ποια βδομάδα είναι μικρή και ποια μεγάλη

·      Σε ένα διαμέρισμα μεγάλωσες, σε ένα μικρό δωμάτιο με ποδοσφαιριστές και ροκάδες κρεμασμένους, με όνειρα καρφωμένα σε μικρά χαρτάκια στο τοίχο.

·      Και βαριόσουν τη μέρα, τη νύχτα, το πρωί, το μεσημέρι βαριόσουν  το μπαρ, τον Ολυμπιακό, τις γκόμενες. Βαριόσουν  τις εκπομπές, τις γδυμνές που σου σερβίραν, τις λέξεις που ξεστομίζαν, το σπίτι σου, το σχολειό σου, την εκκλησιά σου, τη τηλεόραση σου, τις εφημερίδες σου

·      Βαριόσουν να ακούς το περισπούδαστο ύφος της άσχετης του μεσημεριού και του μεσονυκτίου να αναλύει το βλέμμα σου, τις πράξεις σου, ενώ αν υπήρχε μια δικαιοσύνη της αισθητικής θα έπρεπε να ήταν τα κάγκελα γεμάτα από φονιάδες με μικρόφωνα 

·      Κάποτε ονειρευόσουν να γίνεις ποιητής κάποτε άγγιζες ένα βιβλίο και έβλεπες το όνομα σου να γυροφέρνει ψηλά στο εξώφυλλο

·      Τώρα ονειρεύεσαι να γίνεις προσκαλεσμένος να κάθεσαι εκεί που κάθονται οι σοφοί και αποφαίνονται

·      Η βια κτυπά τη πόρτα σου γειτονιά μου και εσύ μετράς τους σκοτωμένους, αντί να δεις στον καθρέφτη σου

·      Η μεγάλη ανάσα των παθών και των δακρύων

·      Ο πόνος σιγούρεψε την παρουσία του μέσα στην κόκκινη Πέμπτη έβαλε τα γιορτινά του έγινε πλήθος και συγκεντρώθηκε στα προαύλια

·      Ανάμεσα στους καλαμιώνες ο βοριάς φτιάχνει τα υμνολογήματα και η παρθένα σύνθεση ψάχνει τις χαμένες προσευχές

·      Στη διαφορετικότητα της σιωπής οι δεήσεις δεν έχουν τα ίδια λόγια

·      Κόκκινη Πέμπτη μέρα θανάτου μέρα του ανείπωτου πάθους μέρα του έρωτα μέρα του πόνου

·      Κόκκινη πέμπτη κόκκινα πετούμενα κόκκινες ψυχές

·      Μια θάλασσα ένας σταυρός και μια αναπνοή να προσπαθεί να ανέβει στα πλευρά σου

·      Να αγκιστρωθεί στα τεντωμένα σου χέρια στις ουλές της πληγής σου

·      Σου χαϊδεύω τα δάχτυλα  σε παρακαλώ και περιμένω

·      Περιπλανώμενε πόνε περιπλανώμενε πόθε

·      Κι από κάτω, κάτω στο μισοσκόταδο υψωμένα χέρια προσπαθούν να αγγίξουν το φευγιό της νυχτιάς

·      Και εκείνη η φωνή ανάμεσα στα κεριά, με το φορεμένο σκούρο, φτιάχνει ψυχές, φτιάχνει ουρανούς, φτιάχνει σταγόνες, φτιάχνει το μεγαλείο του θανάτου, του έρωτα της ζωής, του πάθους

·      Οι βαριές πόρτες έκλεισαν, το μάνταλο βαρύ μάντρωσε το βλέμμα μου

·      Πολλοί σταυροί όρθιοι μπηγμένοι στα πλευρά του βουνού

·      Προσπαθείς να ξεχωρίσεις τα πρόσωπα

·      Ναι, είσαι κι εσύ εκεί, ιδρωμένος, ματωμένος, γυμνός, χωρίς αναγνωριστική ταμπέλα

·      Ένας άγνωστος εσταυρωμένος

·      Κι είσαι εσύ μαζί με όλον τον μεγάλο πόνο  της μεγάλης εβδομάδας, τη μεγάλη Πέμπτη

·      Την κόκκινη Πέμπτη

·      Την κατακόκκινη σαν το αίμα σου

 

λοξός

loksos@gmail.com