· Στο πάτωμα
· Η γλώσσα να προσπαθεί να βρέξει τα ξεραμένα χείλια και το μάγουλο να εφάπτεται στην κρύα επιφάνεια.
· Μια μπότα στην πλάτη, γίγαντες σκοτεινοί με θολά πρόσωπα. Θεόρατοι εφιάλτες ατέλειωτων χρόνων. Πόνος και θάνατος, εξαθλίωση, μάνες να κλαίνε, παιδιά αποστεωμένα στους δρόμους, κατοχές, Γερμανοί με αγκυλωτούς σταυρούς να εκτελούν, φυλακές, εξορίες, δάκρυα παντού.
· Αυτό είναι το απεικόνισμα των τελευταίων ημερών, που σκιαγραφείται από τους αχθοφόρους των ειδήσεων, αυτό είναι το ιχνογράφημα στα χείλια των νέων, των γέρων, των φτωχών και των πλουσίων, αυτής της χώρας με τις χάρτινες μαριονέτες.
· Όλοι ξαφνικά νιώθουν σκλαβωμένοι γιατί τους είπαν ότι τους φόρεσαν αλυσίδες.
· Τι γέλιο Θεέ μου. Είπαν στο σκλάβο ότι σκλαβώθηκε και στεναχωρέθηκε.
· Ετοιμαζόμαστε να ακουμπήσουμε τα σκατά στην άβυσσο της λεκάνης μας και το στιλάκι που έχει ορίσει το χάλι μας, είναι δίπλα μας , από πάνω μας, από κάτω μας , από πίσω μας.
· Το γεγονός είναι ένα και αδιάψευστο.
· Οι Έλληνες δεν μπορούν να κυβερνήσουν την Ελλάδα, γιατί απλούστατα ο καθένας νομίζει ότι είναι ένα κράτος από μόνος του.
· Ο εξυπνακισμός που διδάσκεται από τη μέρα που γεννιόμαστε, η χωριατιά που ξεφυτρώνει από το προσκεφάλι μας. Οι έσχατοι που είναι πρώτοι και οι σημαντικοί που προσπαθούν να αναπνεύσουν.
· Η χώρα που καταρρακώνει τη διαφορετικότητα και αναδεικνύει το τελευταίο.
· Μια ματιά στα πρόσωπα της επικαιρότητας. Στα αστέρια του μεσημεριού, του απογεύματος και της νύχτας. Και διαφαίνεται το συμπέρασμα ακλόνητο!
· Η χώρα που έκανε το κάτι, υπερώον και την απουσία τρόπο ζωής.
· Ο Γεώργιος Παπανδρέου του Ανδρέου, απλώς ανακοίνωσε στον ήδη σκλαβωμένο Έλληνα το χρώμα της αλυσίδας του.
· Προς τι λοιπόν ο αλληλοσπαραγμός, προς τι τα ξεφωνητά, τα αριστερά, τα δεξιά και τα πλαγίως δεξιότερα?
· Δεν ήξεραν οι αρθρογράφοι οι ελεύθεροι, ότι ο Προμηθέας ήταν τόσα χρόνια δεμένος στο βράχο?
· Δεν ήξεραν οι πολιτικάντηδες ότι εκείνο το σημάδι στον αυχένα ήταν από το περιλαίμιο?
· Τι γέλιο Θεέ μου!
· Διεφθαρμένοι απανταχού διατρανώνουν τώρα την αγανάχτηση τους και νιώθουν την καταισχύνη για το ονοματεπώνυμο του κατακτητή.
· Ξεκάρδισμα!
· Και εξακοντίζεται η συγνώμη από τα χείλη Αντωνίου του Σαμαρά, όχι βεβαίως γιατί υπάρχουν ίχνη μετανοίας αλλα καθαρά για την επομένη. Το καινούργιο τέχνασμα.
· Να παραδέχεσαι την ηλιθιότητά σου. Και να πιάνει!
· Ω Θεέ μου!
· Και μου έρχεται στο μυαλό εκείνο το καφενείο στο νησί των ανέμων, στην Τήνο. Ήταν οι τελευταίες εκλογές που κέρδισε ο Σημίτης. Ένα τετράγωνο σιδερένιο, καραφάκια ούζο και στην παρέα ο Κακαουνάκης, ο Δελλατόλας και μια άλλη φωνή. Κι ανάμεσα στις καλοκαιρινές συζητήσεις και ενώ η ελαφρά μέθη σοβάρευε τα στόματα, ακούγεται.
· «Όταν θα κυβερνήσει ο Καραμανλής, η Ελλάδα θα πάει πενήντα χρόνια πίσω».
· Κι ακόμα μπορώ να ξεχωρίσω εκείνη τη χροιά ανάμεσα στο πλήθος.
· Αφημένος ανάμεσα στις αποστάσεις των γραμμών και καθηλωμένος από την ανυπέρβλητη σοφία των παρακειμένων μου υποκλινόμενος, αποσύρω το γέλιο μου από τον επίλογο
· Τοιουτοτρόπως αντιλαμβανόμενος την περιορισμένη νοημοσύνη όλων αυτών που δάκρυσαν γιατί η μέχρι πρότινος ελεύθερη Ελλάδα, σκλαβώθηκε του Αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου, ανατρέχω στην απίστευτη ηλιοφάνεια της παιδικής αφέλειας και δανείζομαι την ερώτηση
· «Γιατί μαμά η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει?»
· Και οι λέξεις ακόμα προσπαθούν να βρουν τον τρόπο να προσεγγίσουν την απάντηση
Κλειδωμένα λόγια
Πράσινο βαθύ, ο ουρανός του κάδρου.
Παλιά, τα κατεβασμένα ρολά. Κατακάθια από χρώματα να δηλώνουν την αρχαιότητα των στιγμών.
Γυαλιστερό το κλειθρον της σιωπής κατασκευασμένο σε μοντέρνα εργαστήρια.
Από μπροστά η επιταγή της συμφοράς κι από πίσω το παραμύθι με τους δράκους.
Τα λατινικά αρχικά μπορεί να είναι ενα όνομα δυο ερωτευμένων που κλείδωσαν το πάθος τους.
Μπορεί να είναι και τα αρχικά του Γιώργου και της Ρούλας.
Η αποκαθήλωση της ερμηνείας συνεπάγεται και την κατάθεση οποιουδήποτε συνειρμού.
Κλειδαριά κρεμασμένη σε συρματόπλεγμα ιστορικό.
Και τα αρχικά να προκαλούν την αφαίρεση και να ορίζουν με σατανικότητα τα τεκταινόμενα.
Όταν το τυχαίο χωρίς σκέψη, φροντίζει να απεικονίζει την πραγματικότητα
Και φωνασκεί το αλφάβητο κι ο γιος της Πανδώρας περιφέρεται εκτεθειμένος στα περιστατικά του κόσμου ασθμαίνοντας και παραπατώντας.
Ορίζοντας την κατάρρευση ενός μύθου.
Μυογράφημα
· Μεσάνυχτα!
· Περιορισμένη ορατότητα.
· Ένα αυτοκίνητο με σβησμένα φώτα προσπαθεί να ανέβει τον ανηφορικό δρόμο.
· Ομίχλη χαμηλωμένη. Ξερότοπος. Υγρασία.
· Οι πινακίδες προσδιορίζουν την επικινδυνότητα.
· Στα πλαϊνά του δρόμου πολλά σκυλιά να αλυχτούν. Άλλα όρθια κι άλλα καθισμένα. Μερικοί θάμνοι και κάποιες θεόρατες πέτρες με εξοχές ακατάστατες.
· Ο δρόμος μακρύς. Τα υπόλοιπα της καταχνιάς φτιάχνουν μικρές τρύπες χωρίς περιεχόμενο.
· Στη στροφή κι ενώ τα λάστιχα ζωγραφίζουν μια βαθιά αυλακιά στο χώμα, δυο χέρια υψωμένα, ένα σώμα και ένα χλωμό πρόσωπο γνέφουν για το σταμάτημα.
· Τα χέρια στη μούρη της λαμαρίνας και το κορμί γράφει τη γωνιά της απόγνωσης
· Οι πόρτες ανοίγουν .
· Τρεις τύποι με μαύρα κατέβηκαν.
· Κοίταξαν το κουλουριασμένο σώμα, έριξαν τους μορφασμούς λυτούς στη μουσκεμένη σάρκα και πλησιάσαν.
· Τα δυο χέρια στηρίχτηκαν στο σιδερένιο κι ανασηκώθηκαν.
· «Ποια είσαι?»
· Το βλέμμα κοίταξε προσωρινά την ερώτηση.
· Ένας φθόγγος βγαίνοντας κτύπησε στην ομίχλη και χάθηκε στις οπές χωρίς νόημα.
· «Χάθηκα», βγήκε το συμπέρασμα και καταστάλαξε στα έρημα περιθώρια.
· «Και φοβάμαι τα σκυλιά που φωνάζουν, τους θάμνους με τα απίστευτα σχήματα, τους εφιάλτες που τρέχουν και με προλαβαίνουν.
· Οι τρεις τύποι τακτοποίησαν τα καπέλα τους.
· Η μηχανή βούιξε.
· Μια στροφή και το σώμα απόμεινε μόνο του και γύρω οι σκύλοι άλλοι καθιστοί κι άλλοι όρθιοι να αλυχτούν.
· Κι οι θάμνοι κι οι πέτρες.
· Και μια ομίχλη να ψάχνει απεγνωσμένα το τέλος
loksos@gmail.com