· Τζούλη...
· Χαμηλά η φωνή, έφτασε μέχρι κάτω
· Ο ψίθυρος ανακατεύτηκε με το θρόισμα, σταμάτησε την ευλογία της τελευταίας ανασαιμιάς και ζωγράφισε ένα χαμόγελο πάνω στα χείλη
· Τζουλη, Τζούλη...
· Ξαναψιθύρισε
· Η επανάληψη αναστάτωσε το απλόχερο της σιωπής και άφησε τα αποσιωπητικά να επιμηκύνονται.
· Η πομπή, είχε διασπάσει το όνειρο, καταφέρνοντας για μια ακόμα φορά να αναστατώσει το προσωρινό
· Ο θάνατος κάνει τις θύμισες εικόνες μαγικές, νοσταλγικές
· Η Αρχόντισσα του λιμανιού, η νεράιδα η λευκοθώρητη, με το ζωνάρι και το μαχαίρι στάθηκε όρθια και ξανακάλεσε
· Αυτή τη φορά πιο αργά και πιο δυνατά.
· Τζούλη ...Τζούλη...
· και το αργόσυρτο του ήχου καλωσόρισε τον αποστάτη.
· Θεριό ανήμερο, συναπάντημα αντιθέσεων , μοναχική αυτοκράτειρα, στάθηκε στη μέση της σκηνής κι άπλωσε το χέρι
· Το παραμιλητό της, συντροφιά στον αργόσυρτο βηματισμό της συνοδείας, ανασκάλεψε τους πόθους κι έκανε το δάκρυ βραχολούλουδο, παραδομένο στην καταχνιά.
· Κάρφωσε τα μάτια της στο κενό κι έκανε τη σκέψη της βουβό αφήγημα.
· Διάβασα χτες τα κατάστιχα, άκουσα τους εφιάλτες να μονολογούν.
· Είδα αγκυλωτούς σταυρούς να στολίζουν τη ψυχή μου
· Είδα στολές θανατερές να μασκαρεύουν τα παραμύθια μου
· Άκουσα θλιβερούς ανθρώπους να στολίζουν το παρελθόν τους με κλεμμένες στιγμές
· Είδα τη φορεσιά μου να λερώνεται
· Το γαλάζιο, το λευκό, το πεταμένο απ το θεό στο κατέβασμα της γης.
· Στη μελαγχολία της μοναξιάς.
· Παραδομένο.
· Στη γωνιά των οριζόντων, στην αγκαλιά των θεών.
· Με το Δία την Αφροδίτη τον Απόλλωνα.
· Με τη λύρα, που ‘κανε τη σιωπή να λατρέψει το κελάηδισμα.
· Με την Αθηνά που με σύνεση ανακάτεψε την ομορφιά και τη σοφία.
· Το γαλάζιο, το λευκό, το πεταμένο πάνω στο πανί
· Το καμωμένο από αίμα ουρανό και θάλασσα.
· Στέκεται βιασμένο και μοναχικό
· Δακρυσμένο
· Να κουβεντιάσουμε, λέει, να κουβεντιάσουμε για τη γεωγραφία του κορμιού μας
· Να αρνηθούμε το σώμα μας
· Τα χέρια τους τα ξωτικά, μακριά σκελετωμένα, προσπαθούν ν’ αρπάξουν κομμάτια απ τη σάρκα μου, για να φτιάξουν κορμί
· Σκοτώθηκα
· Έδωσα πόνο, έδωσα δάκρυ, έδωσα ουρανό, έδωσα θάλασσα, έδωσα λόγο
· Έφτιαξα σεντόνια νεκρικά να σκεπάζουν τα σώματα που αρνήθηκαν να ξεχάσουν το χώμα μου.
· Κεντημένα με σύμβολα, κεντημένα με παπαρούνες και βιολέτες με μυρουδιές και χρώματα
· Που τα πήρε ο ντουνιάς ολόκληρος και τα ΄κανε στολίδια στις πλατείες, στα στενά, στα σχολειά, στους ναούς, στα παλάτια στις γέφυρες.
· Στους στεναγμούς, στους στοχασμούς.
· Τζούλη... έμαθες τα νέα?
· Τα μάρμαρα εδώ πάνω είναι στη θέση τους κι η Ακρόπολη είναι στολισμένη και γεμάτη φως.
· Εκείνο το φως το δυνατό, το λαμπερό, το απέραντο.
· Θυμάμαι κι εκείνον το λιμοκοντόρο με τους κολλαρισμένους γιακάδες ,που μου ‘χε πει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από ωραία πράγματα , όταν του μίλαγα για τον Παρθενώνα
· Δεν μπορούσε να καταλάβει την μοναδικότητα της ομορφιάς, ο χαρτογιακάς
· Δεν μπορούσε να καταλάβει ο θρασυγλωσσής το σεργιάνισμα του ήλιου, πάνω στις πατημασιές του Ικτίνου
· Ψιχαλίζει ...
· Ελπίζω να μη βραχείς...
· Οι σταγόνες άφησαν για λίγο την ανάσα να αποστηθίσει τη διαδρομή και μετά αφημένες, έπεσαν σαν μικρές τούφες ανοιξιάτικης παρακμής.
· ‘Άπλωσε το χέρι της και σφάλισε μέσα της μια σταγόνα.
· Έκλεισε εκεί όλα τα όνειρα.
· Το χέρι απαλά αγκάλιασε το κόσμο της
· Έφτιαξε μια κραυγή
· Και άρχισε να φτιάχνει συνθέματα για να ακουστεί παντού
· Δεν ξέρω τι γίνεται πια..
· Η Ιστορία σκόνταψε.
· Κι ο κόσμος άλλαξε.
· Και εσύ άργησες τόσο πολύ!
· Και έκανε τόσο κρύο!
· Ποτέ την Κυριακή όμως δεν κτύπησαν τόσο χαρμόσυνα οι καμπάνες.
· Σκοτάδι αλλά μη σε νοιάζει
· Θα σου πιάσω το χέρι
· Είναι τόσο όμορφα όλα από ψηλά!
· Βλέπεις εκεί στην άκρη?
· Όλες οι φωνές μαζεύτηκαν
· Μαζί με τα πουλιά
· Τραγουδούν, αφήνουν τις καρδιές τους να γίνουν πετάγματα, ζεύουν τα άλογα και τρέχουν να φτάσουν το σύννεφο
· Και μετά..
· Μετά...
· Μετά πάνε όλοι στην ακρογιαλιά
· Να αγγίξουν το κύμα να αγγίξουν τον Ήλιο που ονειρεύτηκαν
· Όταν ήταν ακόμα ζωντανοί!
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου