· Μάθαμε τους ανθρώπους απ’ τα μάτια, κάποτε.
· Τους κοιτάζαμε να ξοδεύουν τους κοντινούς μορφασμούς και τις κινήσεις τους και καταλαβαίναμε το μέσα τους. Ο χρόνος, ο αδυσώπητος δολοφόνος του συναισθήματος, ο σύντροφος της λησμονιάς, απεριόριστα μοναχικός, ευνοϊκός συμπαραστάτης της μονόφωνης εικόνας, φτιάχνει τα απροσπέλαστα ηχητικά σχήματα και τις εκφράσεις τις συνηθισμένες για να περάσει η ώρα, να απομείνουν τα σώματα στην αναμονή για την επόμενη μέρα
· Στο καράβι με τους ανθρώπους καρφωμένους στο κανάλι της επιλογής του πληρώματος, στην πρωινή εκπομπή την πρωτοκαθεδρία για αρκετή ώρα έχει ένα αυγό γίγαντας, το οποίο απασχολεί την ομήγυρη απίστευτα κι οι κότες να χαζεύουν στο κατάστρωμα για το υπερμέγεθες και τα σχόλια να περισσεύουν. «Τι μαλάκες είστε» λέει το γνωστικό ξανθό κορίτσι που κάθεται απέναντι κι αναρωτιέσαι τι θα λέει για τα ωά τα υπόλοιπα που έχουν ξεσκίσει την ομολογουμένως εξαιρετική κορμοστασιά της
· Στο νησί του βοριά στο νησί της πέτρας και της ελιάς της ρίγανης και της σαρδελιάς του μαρμάρου και της σμίλης τη Λαμπρή οι κουβέντες με εντυπωσιάσαν
· Μαζεμένοι στα σπίτια με τα ηχοβολεία να εξουδετερώνουν τις λέξεις και να κάνουν την απομόνωση να δεσπόζει όλες οι κουβέντες ήταν πυροβολισμοί όταν τα στιχάκια άφηναν λίγο να ακουστεί το εσώψυχο
· Η ανικανότητα του κυβερνήτη στην πρώτη γραμμή, τα ανέκδοτα για την παραποίηση του φύλου του νομπελίστα οικονομολόγου, οι παρουσιαστές και η διαχείριση των ειδήσεων, η ταύτιση της γραφής και της εξουσίας, τα σκάνδαλα και η κρίση η οικονομική και η άλλη, τα θέματα της γιορτινής ατζέντας
· Τα ονόματα διαδέχονταν το ένα το άλλο και παρ’ όλες τις μάταιες προσπάθειες μου να εκμαιεύσω ένα μικρό καλό αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη λοιδορία και την προτεταμένη ανοιχτή παλάμη. «Άσε με ρε αδερφέ», «τι να μου πει εμένα αυτός που...» «εκείνος που...», «δε θυμάσαι που...», «μα είναι δυνατόν να με δουλεύει ο γελοίος» και άλλοι πολλοί χαρακτηρισμοί που ίσως να μην αποτυπώνονται σε μια τόσο δα μικρή παράγραφο, στην αριστερή σελίδα μιας ταπεινής σατιρικής εφημερίδας
· Δες πως γράφουν λέει ο φιλόλογος με το καφετί κοστούμι, εντοπίζοντας την κατάντια της εφημερίδας πρώτον στο έλλειμμα τής από πίσω όψεως του νομίσματος της είδησης και δεύτερον στο κειμενικό μέρος, ξεχωρίζοντας την αρχή του κακού, τότε, στην λεγόμενη «αναγέννηση του περιοδικού τύπου» και στον ερχομό εκείνης τη γλώσσας της περίεργης που στην ουσία μεταχειρίζονται ακόμα και τώρα οι μαθητάδες οι καλοί, οι επιτυχημένοι σημερινοί αποτυπωτές των γραμμάτων, με τη σύνθεση την δήθεν ευρισκόμενη σε άλλους τόπους και χρόνους, την προχωρημένη και γλαφυρή, ενός κόσμου ωχρού, κατακερματισμένου, χωρίς όνειρα και λόγια
· Και μες τη μέση της Άνοιξης στα ανοίγματα των αντιθέσεων
· Το κρασί έρεε άφθονο κάτω από τις σκεπαστές των εξοχών και ο ήλιος έντονος έκαιγε τα κεφάλια και τα σώματα
· Και ένας μπάμπουρας κατάμαυρος να έχει το χαβά του. Στριφογύρισε κάνα δυο φορές πάνω από την ομήγυρη με εκείνο το θόρυβο που κάνουν τα έντομα τα μελανοβαμμένα προκαλώντας μια αναστάτωση κτύπησε με δύναμη πάνω στο ξύλο που στήριζε την περικοκλάδα και προσγειώθηκε ανεσούμπαλα ανάσκελα στο πλακοστρωμένο δάπεδο
· Κι εκεί που τα έγχορδα τα έδιναν όλα και οι λαρυγγισμοί είχαν καταστρώσει το σχέδιο της διασκέδασης άψογα, ένας εβδομηντάχρονος με κασκέτο ψάθινο σηκώθηκε αργά και με τα παλιά δάχτυλα φέρνει το έντομο ξανά στην ίσια θέση της ζωής κι εκείνο ευγνωμονώντας ίσως για τη σωτηρία, μια πτήση έκανε τελευταία, πάνω απ το σκιαδι και χάθηκε στο βάθος του πράσινου κήπου φτιάχνοντας τη λεπτομέρεια της Λαμπρής
· Στις παραπομπές στα μικρά γράμματα βρίσκεται η ουσία της απόψεως, η αρχή και το τέλος
· Στους περιβόλους οι κουβέντες δεν έχουν τέλος και τα μαχητικά τα έχουν βάλει με το Αγαθονήσι βρίσκοντας ίσως το όνομα πρόσφορο προς εκμετάλλευσιν
· Εκδούλευση παραπλάνησης ίσως θα σκεφτεί ο καχύποπτος αλλά φοβάται να το πει δυνατά
· Ο Γάλλος αποκαλεί ηλίθιο, τον Ισπανό και σέρνει τα εξ αμάξης για τους υπολοίπους. Για τον Έλληνα κουβέντα καμία. Αχαρακτήριστος!
· Πέφτει ο ήλιος σιγά σιγά, σηκώνεται ο πρώτος χαιρετά και φεύγει
· Μετά ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, όλοι
· Οι καράφες μισογεμάτες τα ποτήρια άδεια, άλλα πεσμένα, άλλα όρθια με τους λεκέδες στο χείλος να μαρτυράνε την χαλάρωση των κανόνων που προηγήθηκε
· Πιάτα με κόκκαλα χαρτοπετσέτες βρόμικες, κάθεσαι και κοιτάς το νεκροταφείο της γεύσης και μουτζουρώνει το πρόσωπο
· Η κιθάρες στην άκρη στημένες, βουβές
· Οι λέξεις φύγανε η μουσική κλείστηκε στο καβούκι της
· Γύρισες την πλάτη στα αποφάγια κι απομακρύνθηκες
· Κατά μήκος της θάλασσας το μισοσκόταδο φωτιζόταν από το λαμπερό του νερού
· Σου ήρθε πάλι στο μυαλό η λέξη νερό και σκέφτηκες πόσο ουσιαστικό είναι αυτό το επίθετο
· Συνέχισες να προχωράς αφήνοντας πίσω σου όλα τα τραγούδια
· Του Άι Γιώργη σήμερα και ένα άλογο κατάλευκο πέρασε γρήγορα από μπροστά σου αφήνοντας ακόμα στα αυτιά σου εκείνον το καλπασμό που σε κάνει να μπορείς να θυμάσαι
· Αποφάσισες να γυρίσεις πίσω στα αποφάγια, εκεί στο υπόλοιπο της ζωής
· Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη, φώναξες δυνατά
· Κι ακόμα περιμένεις απάντηση!
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου