· Σε λίγο θα έφευγε.
· Κοίταξε το ρολόι του. Σταυροκοπήθηκε. Άνοιξε το ραδιόφωνο, άκουσε εκείνα τα όμορφα τα λόγια τα λευκόφαια, του αλλιώτικου τα τελευταία νέα και ακούμπησε τη λάμα πάνω στο πρόσωπό του
· Λίγη κρέμα, μια δυο σταγόνες ροδόνερο, μετά ένα δυο χτυπήματα στα μάγουλα - το είχε δει στην τηλεόραση - για το χρώμα και ένα τράβηγμα του από κάτω βλεφάρου, για να δει το βλέμμα του στο σπασμένο καθρέφτη, που ήταν πάνω από το χαραγμένο νιπτήρα.
· Έμεινε λίγο ακίνητος, κοιτάζοντας αυτό το χλωριωμένο λευκό που αγκάλιαζε την κόρη και μέσα θαρρούσε ότι έβλεπε όλες εκείνες τις μέρες που ΄χε όνειρα γεμάτα. Και μια κοινωνία να φανερώνεται τουμπανιασμένη απ τη χορτασιά, αυτή, που τον είχε αλυσοδέσει, που του είχε ξεγράψει εκείνο το λιγοστό που απομένει όταν αναστενάζεις, αφήνοντας τον να θρέψει έναν αρρωστημένο σαρκασμό γι αυτήν, φτιαγμένο μέσα στη δικιά της μήτρα. Στο ψέμα της.
· Λιποτάκτης της τάξεως από μικρός, τώρα βλέπει καλύτερα τους κοντόχοντρους φυγάδες να αδειάζουν τις τσέπες των νεκρών, όταν η σάλπιγγα κοπάζει και τα άλογα χαμηλώνουν τον ήλιο στη ράχη τους.
· Κι οι νόμοι και οι συνθήκες διαμορφώνουν την ηθική και τους κανόνες και χαστουκίζουν τους ορισμούς με ένα διαφορετικό τρόπο, δικαιοφανή και άξιο κάθε επευφημίας, από τους αδιάφορους αναζητητές του πινακίου της φακής
· Εκείνος, πιστός σε πατροπαράδοτες αξίες και μνήμες, θέλει η εντύπωση να χαράσσεται και να γίνεται μέρος των παραμυθιών των γιαγιάδων, που κάποτε θα μιλούν για έναν παλαιό κακό ανάμεσα σε καινούργιους κακούς, που σάρκαζε πετώντας, πάνω από την βρόμα την εδάφια, ισοπεδώνοντας και παρερμηνεύοντας κάθε είδους τρέχουσας ερμηνείας του αγαθού.
· Τα σιδερένια δόντια και τα αγκυλωτά άκρα με τις ρομφαίες και τις επίπλαστες θεωρίες για την σωτηρία του σύμπαντος ξαναβγήκαν στο προσκήνιο
· Η σωτηρία του κόσμου και ο απόκοσμος
· Τα άσυλα της ευνομούμενης πολιτείας
· Το τελευταίο δικό του άσυλο, ήταν η αγκαλιά της μάνας του κάτω από κείνη την ελιά, μετά το όργωμα
· Είχαν περάσει πολλά μεσημέρια από τότε, πολλά σχολειά, πολλές συμβουλές, πολλές εικόνες και πολλά πρέπει, απ αυτά που φτιάχνουν ένα γιατί στο μυαλό σαν αγκίστρι που ξεσκίζει την ουσία και μένει μια τεράστια κουτσουλιά πρασινωπή με λίγο καφέ και λίγο χλομό άσπρο στις άκριες
· Έτσι έβλεπε πια όταν στύλωνε το μάτι πίσω απ την ελιά
· Μια τεράστια κουτσουλιά η οικογένεια, το σχολειό, το κράτος, μια κουτσουλιά που απλωνόταν μέχρι τις ρίζες
· Και τότε, μια μέρα έσκυψε και με το δάχτυλο έπιασε λίγη απ αυτήν τη γλοιώδη ουσία την έτριψε στα δάχτυλα, τη μύρισε τη γεύτηκε κι αποφάσισε να συμμετέχει, να κάνει ότι κάνουν οι άλλοι, αλλά δεν ήξερε με τα γράμματα που χε μάθει, μια αγκαλιά άσυλο το μοναδικό του εφόδιο, δε θα μπορούσε ποτέ να τον βάλει στο κέντρο αυτής της τεράστιας κουτσουλιάς
· Είχε μόνο κάποιες ιστορίες μαζί του με κάποιες σφαίρες στη μέση, άλογα, νύχτες σιωπηλές, κυνηγητά, κλέφτες κι αστυνόμους, παραμύθια χειμωνιάτικα κάτω από μια χοντρή κόκκινη φλοκάτη και ταξίδεμα σε ομορφιές, σε ρουμάνια, με φλογέρες και κελαρυστά νερά
· Και μετά στριφογυρίσματα και το κόκκινο της φλοκάτης να γίνεται βρόγχος, φωνή παρακλητική και ένα, μάνα, να ξεφεύγει, για να ξορκίσει τους δράκους
· Άφησε το βλέφαρο, οι εικόνες έφυγαν
· Άρχισε να ντύνεται αργά, βγαίνει στο προαύλιο
· Μια σταρήθρα του κούνησε το κεφάλι και χάθηκε πάνω απ τα συρματοπλέγματα
· έπιασε την ανεμόσκαλα κι ανέβηκε στις πλάτες του γλάρου. Σκιστήκαν τα σύννεφα και μαζί όλοι οι κανόνες του εύνομου, του ηθικού, όπως πρωτοστατούσαν εδώ και αιώνες από τους κατασκευαστές των κάθε είδους σιδερένιων πλεγμάτων
· Ανήθικο να μην ψάχνεις την λευτεριά
· Ο ήχος ενώθηκε με τα έκτακτα δελτία, οι καφενέδες πήραν φωτιά, τα ζάρια κτυπήθηκαν δυνατά και τα γέλια κορυφώθηκαν
· Μια χαρά ανείπωτη κάλυψε σύμπασα την ημεδαπή
· Ο ευτελισμός της Πολιτείας επετεύχθη. Η επανάληψη βασική αρχή της εμπέδωσης.
· Και οι παριστάμενοι στον καφενέ δεν κρύβουν τη χαρά τους
· Στο διαδίκτυο η ειρωνεία. Κρυφιώδης ο θαυμασμός στις εκπομπές, και το κρυμμένο χαμόγελο του εκφωνητή τσακίζει ανεπανόρθωτα το μεικ απ και παρά δίπλα, πολιτικοί να προσπαθούν να ισοψηφήσουν την κατάντια
· Κι ο αγαναχτισμένος σκυφτός με τη μαγκούρα, συνεπικροτεί συμμειδιώντας
· Παλιόκαιρος έξω
· Έχουν πάρει φωτιά τα μυαλά και δε σβήνουν με τίποτα
· Στις τηλεοράσεις ελικόπτερα, αναζητήσεις και διαγωνισμοί σημαντικότητας
· Ο Χατζηδάκης παρά λίγο να περάσει τον Όμηρο κι ο Ελύτης τον άφησε πίσω. Ευτυχώς που δεν το είδε κανείς από τους δυο . Ο τρίτος ήταν τυφλός, ούτως η άλλως.
· Ο Όμηρος! Των ομήρων και των τυφλογενών
· Στις διαφημίσεις, στον ελεύθερο χρόνο του
· άρπαξε δυο χείλια και τα φίλησε
· Πέταξε τα ρούχα του κι άρχισε να χαϊδεύει αργά το γυμνό κορμί που περίμενε στο πλάι
· Πως να ξεφύγει όμως από την επικαιρότητα
· Άφησε τα πόδια μισάνοιχτα, να περιμένουν
· ‘Άνοιξε το Μπαούλο ανέβηκε σε ένα μολυβένιο ελικόπτερο που είχε από μικρός
· Και πέταξε κοιτάζοντας από ψηλά τη τελευταία δημοσκόπηση
· Στη σαθρή επικράτεια
· Των κολεοπτέρων
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου