Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 08/01/2009

• Πόσο θύμωσες θάλασσα αλμυρή, θάλασσα μακρινή, θάλασσα καβαλάρισσα, αειγένητη θεά με τα ξέπλεκα μαλλιά 
• Ερωτευμένη με τους βράχους και τις μαυρομάτες αραχνιές τις φοβέρες τις γεροντικές τους θρύλους και τους πόθους τους αντικρινούς και τις λιακάδες τις αλλόκοτες, τις διαθέσεις και τις ομορφιές των αλόγιστων και των παντοτινών εραστών και νοσταλγών 
• Στο κρηπίδωμα, στον κατάπλου, στο νησί του Βοριά 
• Διασκευασίες ξύλινες, φτιαγμένες με φροντίδα ιερή με έμβολα μπρούντζινα γυαλισμένα να κρατούν στο περιθώριο το εγκόσμιο και ένα κόκκινο σκοινί να περικλείει την επισημότητα του υπερκόσμιου 
• Και φθόγγοι μουσικοί ακολουθίες αλλοτινές με αγγέλους με χαμογελαστά πρόσωπα επισημότητα και τυπικότητα και μπροστά νεαροί παρατεταγμένοι, ημίγυμνοι ονειροπόλοι αψηφώντας το παγωμένο στοιχειό, που έδινε στην ωδή το μεγαλείο του χάσματος, έτοιμοι να διακόψουν την συνοχή του υγρού, ακίνητοι αγιογράφοι, περίμεναν 
• Και το χρώμα του νερού ξάνοιξε την ώρα που το σύμβολο άγγιξε την υγρή επιφάνεια και τα πετεινά του ουρανού εσιώπησαν στην ικεσία των θνητών που μαζεμένοι στη δέηση κατέθεταν την αναμονή στην δικαιοδοσία του Θείου
• Θεοφάνια και φανερώνεται η διακοπή του στερεώματος και το πνεύμα διακρίνεται στο βάθος του χάσματος στο περιθώριο του ουρανού, αδύναμο να επέμβει στο χειμωνιάτικο τελετουργικό
• Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε και ο ψαλμός αναδύεται και το πτερύγισμα δημιουργεί την εικόνα της κλαυθμονής. 
• Πρόλογος η προσευχή, σύντομο μουρμουρητό, πονεμένο άγγιγμα του χεριού σε μια πεταλούδα και πάνω στη σκόνη που ξέφευγε απ τις χρωματιστές φτερούγες, στο φως, στη λέξη που έβγαζε τα σωθικά της εκείνη την ώρα, μια περιστέρα έκλαιγε τη ζωή ανεβασμένη σε ένα κλαδί χωρίς φυλλωσιά 
• Και τα κορμιά σκίζουν το νερό κι ο Σταυρός στα παιδικά χέρια τρόπαιο ελπίδας ανυψώνεται και βγαίνει από το κύμα προκαλώντας το μακρόσυρτο φωνήεν το φυλαγμένο καλά. 
• Και στο κατόπι ένα σταυροκόπημα και μια χαρά ανυπέρβλητη μια ευλογία μοναδική, θεϊκής φύσεως γνώρισμα 
• Η αποκαθήλωση της λεπτομέρειας η αποκάλυψη της ραψωδίας 
• Κι οι θεατρίνοι της ζωής ενδεδυμένοι με το υψηλοφανές του εφήμερου αποπροσανατολίζουν τη στιγμή που θέλω να ρουφήξω, την παρουσία μου που θέλω να τονίσω, τη γραφή που θέλω να αφήσω σε ένα μικρό χαρτί, που μου πέταξε ο θεός την ώρα που γεννήθηκα
• Και μια παρέα μαζεμένη στο μικρό καφενέ το χαμηλοτάβανο με το γιορταστικό όνομα και τα μαρμάρινα τραπέζια 
• Με το τραγούδι να γίνεται εξεικόνισμα πόνου και χαράς και πείραγμα σκωπτικό, σαρκασμός της πραγματικότητας και πανδαισία άναρχου λόγου, με τρυφερότητα και αγριάδα, ένα πρωτοφανές κάλεσμα του φευγιού, ένα αναγκαίο εικονίδιο στο συναπάντημα της νοσταλγίας και της μικρής εκείνης που απέναντι βγάζει εκείνο τον ήχο που μοιάζει με φυσαρμόνικα 
• Και η επανάληψη φανερώνεται και γιγαντώνει την ουσία του λόγου, μαχαίρι γίνεται και επιβεβαιώνει το αληθινό της διολίσθησης των αισθήσεων 
• Και στον παραλογισμό, στις όχθες του μίσους, ομάδες με λανθασμένη κατανόηση, αφαιρούν από το δρόδημα τη συνέχεια, ενισχύοντας την ασυδοσία του μεγαλοσθενούς
• Και το μουγκρητό διαχέεται και η μορφή του ρίγους μεταμφιέζεται 
• Τρόμε, τύραννε πολυμορφικέ, σε αναγνωρίζω 
• Να τριγυρνάς, να ανθρωποκτονείς και να κατατοπίζεις το θάνατο 
• Στα σχολειά με τα πρώτα γράμματα και στους αριθμούς τους μονοψήφιους στα σπάργανα της αναπνοής και στις ερωτήσεις τις αναπάντητες 
• Και φεύγουν τα ερωτηματικά και σκαρφαλώνουν στα μάτια τα μωρουδίστικα και ανακατεύονται με το κλάμα και σχηματάκια μαυρόασπρα στα μάγουλα και μικρά μονοπάτια με αίμα και ανασαιμιές πρωτόβγαλτες, σταυροί σκούροι, ένα τοπίο καταραμένο θανατερό και ανερμήνευτο
• Και συνεχίζει να μονολογεί ο ηλίθιος παγιδευμένος στο χαμόγελο που του πέταξαν στα δόντια
• Απεγνωσμένα ανέπνευσα και αγνόησα το κοντινό πλάνο που με πλησίαζε για να με εντάξει στην εικόνα 
• Άπλωσα το χέρι σ’ εκείνο το πούπουλο που ξέφυγε από κείνο το περιστέρι που ‘φυγε απ τα χέρια του παππά και κατέβαινε αργά απ τον ανοιγμένο ουρανό
• Ανέσυρα το βλέμμα και καρφώθηκα ανάμεσα στις αποστάσεις 
• Κοίταξα ολόγυρα να δω αν βλέπει κανείς 
• Στο επίγειον χειραψίες και χρόνια πολλά υποκλίσεις και λεκτικές κοινοτοπίες, μειδιάματα και οδοντοστοιχίες, γυαλισμένα λουστρίνια και σακάκια σταυρωτά, μια επαρχιακή αντίληψη του μηχανισμού της αποκάλυψης 
• Έκρυψα στο χέρι μου το πούπουλο 
• Και κοίταξα στην άκρη του λιμανιού 
• Εκεί που ένας γλάρος κατάλευκος και δυο τρεις σπουργίτες μια γλάστρα μισοσπασμένη και μια σαρδελιά γειρτή αλλα ανθισμένη με σταλαγματιές από τον αγιασμό της βροχής στα πράσινα φύλλα και ένα κύμα γλυκό να λειτουργά την άγια εκείνη ώρα, την πεταξιά του ακαπήλευτου του καθαρού του ωραιόθεου
• Άφησα το πούπουλο ανάμεσα και μια μοσχοβολιά βασιλικού ξεπετάχτηκε και μια ακτίνα έλαμψε και μια γιορτή αλλιώτικη χωρίς φανφάρες άρχισε να δίνει στην άκρη της προβλήτας εκείνο το φως το ανοιξιάτικο 
• Κοίταξα γύρω μου ξανά
• Μονο κάποιες γυρισμένες πλάτες 
• Απόλαυσα την σιωπή και τη γλυκιά μοναδικότητα
• Το λιμάνι άδειασε 
• Η τελετουργία τέλειωσε, η πομπή απεσύρθη 
• Και στη γη της επαγγελίας τα μολύβια δοξολογούν και ασχημονούν και οι σφαίρες στις συνοικίες υπηρετούν τους ξύλινους λόγους και εξυπηρετούν αυτούς που καταφρονούν την ελπίδα
• Υποκλίθηκα στο πούπουλο, στο σπασμένο λουλούδι, στο γλάρο τον τελετάρχη και αποχώρησα από το απεικόνισμα 
• Μπροστά μου η μπάντα σε τριάδες 
• Χανόταν στη στροφή αφήνοντας το εμβατήριο να σβήνει στη σκέψη μου την καθηλωμένη στην ομορφιά της απουσίας 
• Κοίταξα στα πόδια μου 
• Στην κορυφή μια λάσπη 
• Έσκυψα με ένα μαντίλι
• Κι έβγαλα όση μπόρεσα 
• Η νησιώτισσα στον εξώστη με το θυμιατό μνημόνευε τα σύννεφα και ξόρκιζε τις σφαίρες
• Πανικόβλητος επιτάχυνα 
• Αφήνοντας πίσω μου 
• Τη γιορτή 
• Και τη σιωπή των επιφανών για τα χαμένα χαμόγελα 
• Άνοιξα τη πόρτα και μπήκα
• Το καφενείο ήταν γεμάτο 
• Από σκιές κάτισχνες κατάστυγνες πενθαλέες 
• Στο βάθος της γραμμής ο οινοπλάνητος μουσουργεί δίνοντας στη σιωπή το χαστούκι που χρειαζόταν
• Άφησα το βλέμμα μου να χαθεί στο μπουρί της σόμπας
• Μια γουλιά ρακή παρατημένη στα χείλια 
• Κράτησα λίγο το γυαλί και μετά το εγκατέλειψα για να γίνει σύνθεση στην απλωσιά της σκέψης 
• Άφησα το σήμερα να επιβληθεί 
• Ανάμεσα στους Αγίους 
• Και αφαιρέθηκα στην επανάληψη του στίχου 

λοξός
loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: