Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 22/01/2009

• Η σκουριά τρώει το σίδερο και η αλλοίωση σαν σαράκι κατατρώγει το μυαλό, το εντελώς παρατημένο στη διαπλοκή του σημερινού, 
• Ακούω εμβρόντητος τις αναφορές και διαπλέκομαι αφού η σκέψη μου επηρεάζεται από την κακοφωνία των συμπερασμάτων 
• «Είμαι εδώ και στέκομαι ταπεινός μπροστά σας» δηλώνει ο τεσσαρακοστός τέταρτος παράλληλος και ο συνωστισμός προκαθορισμένος, γιορτινός, της πρώτης μέρας ενθουσιασμός, απλώνεται στις οθόνες των κατατρεγμένων και των απελπισμένων 
• και το πλήθος κατανοεί το λόγο των εγκαινίων και χειροκροτεί την απόδοση των ελπιδοφόρων τακτοποιημένων λέξεων, αγνοώντας την εξέλιξη της πολιτικής συνέχειας των λογυδρίων 
• και η ταπεινότητα γίνεται μια λέξη κοινότοπη, παγκοσμιοποιημένου ορισμού, για γερά νεύρα και στομάχια
• Όπου κι αν ξεχάσεις το μάτι σου ταπεινοί ηγέτες, ταπεινοί μπροστάρηδες με οράματα και παροράματα, φτιάχνουν αλυσίδες όλων των ειδών για κάθε χέρι και πόδι, για να φυγαδεύσουν την αντίδραση εκείνων που η όμορφη ζωή τους έκανε να βρίσκονται στην από κάτω σειρά της σκάλας
• Περασμένα μεσάνυχτα ξημερώνει Πέμπτη 
• Μια χοντρή με κοντή φούστα και ψηλά τακούνια με κόκκινο πρόστυχο στα χείλια και τσάντα μαύρη, κουνιστή και λυγιστή διέσχισε το πεζόδρομο 
• Στις συμβολές των παρτεριών, τα δοχεία των σκουπιδιών ξεχείλιζαν από ντροπή και στα παγκάκια κάποιοι νυκτοβάτες αναπολούσαν το χαμένο δρόμο
• Ένα αποτσίγαρο καιγόταν αφήνοντας μια κιτρινίλα στο πλακάκι και τα πρώτα αυτοκίνητα στενοχωρούσαν την γαλήνη της ξημερωσιάς 
• Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και ένας επιβάτης κατέβηκε
• Δε ξεχώριζες τίποτα, το λιγοστό φως του φανοστάτη φώτιζε μοναχά τα μπούτια της χοντρής που μ ανεβασμένη τη φούστα έδινε στο πεζόδρομο την αρμόζουσα πληθωρικότητα 
• Ένας οδοκαθαριστής με το καροτσάκι να διασπά την μοναξιά του μικρού δρόμου μια σκούπα με απολήξεις μεταλλικές να μαζεύει τα φύλλα που είχαν ξεφύγει από τα φυτεμένα δέντρα
• Ένα μικρό τρανζίστορ και οι φωνές κάποιας πρωινής εκπομπής με εκφωνητές μες τη καλή χαρά να φωνάζουν να γελούν να ενημερώνουν και να ανταλλάσσουν παγωμένα ανέκδοτα 
• Πιωμένοι παρείσακτοι της ζωής, περαστικοί της στιγμής αδιάφοροι, ξεπερνούν τα όνειρα των υπολοίπων και διασχίζουν προσπαθώντας να μην ενοχλήσουν τον ασήμαντο πεζόδρομο
• Γάντια σκισμένα, βρακιά μπαλωμένα και σακάκια λερωμένα
• Ενότητα αδύναμη έρμαιο της αφαίρεσης
• Τα ρολά σιγά σιγά ανοίγουν και ο πρόλογος μιας μέρας σαν όλες τις άλλες αρχίζει να διαγράφεται
• Πιο κάτω ένας μπακάλης τακτοποιεί τα όσπρια στα τσουβάλια 
• Και ένας λαχειοπώλης ερωτοτροπεί με τα μανταλάκια 
• Στο πεζόδρομο το τρανζίστορ στο πλάι της χοντρής της κουνιστής της λυγιστής συνεχίζει να μεταδίδει τα αντιληπτά διά της ακοής εκθέματα της γρήγορης σκέψης 
• Το φως απλώθηκε και ο μικρός με τη πλάτη γεμάτη, μπαούλο ολόκληρο προχωρά βαριεστημένα
• Σε λίγο η στενωπός θα γεμίσει κόσμο
• Η χοντρή θα φύγει 
• Τα παγκάκια θα γεμίσουν με καθώς πρέπει τύπους, γραβατάδες με πλαστικά χαμόγελα, με εφημερίδες και κινητά να τρώνε σπανακόπιτα και να χαριεντίζονται κοιτάζοντας τη ματαιοδοξία τους
• Οι στάσεις γεμάτες και τα αυτοκίνητα μυρμήγκιασαν τις λεωφόρους
• Μια ταπεινότητα στέκεται παντού φορώντας κυριακάτικες αλλαξιές, σου τσιμπά το μάγουλο και σ αναγκάζει να την κοιτάξεις
• Η χοντρή άνοιξε το ξύλινο πορτάκι του πολυκαιρισμένου χαμόσπιτου
• Ξάπλωσε με ανοιχτά πόδια και χέρια στο μπορντό καναπέ έπιασε το ματσούκι που αλλάζει εικόνες στο μυαλό, άναψε ένα άφιλτρο, έβαλε και ένα δισκάκι απ αυτά των εφημερίδων στο ηχοβολειο 
• Έβγαλε το κορσέ της 
• Η πλαδαρότητα απελευθερώθηκε τα τακούνια πεταχτήκαν στο πάτωμα και οι κάλτσες μαζεύτηκαν στο μπράτσο του καναπέ
• Η κατσαρόλα στο πετρογκάζ έτοιμη, ένα κομμάτι κρέας, μια ντομάτα, ένα κρεμμύδι, ένα καρότο, μια σκελίδα σκόρδο, αλάτι, πιπέρι και λίγο λάδι απ το χωριό 
• Έβαλε μια ρόμπα να καλύψει την ευσαρκία και ετοίμασε έναν μέτριο 
• Η Σούλα θα φανεί σε λίγο
• Την παράτησε ο άντρας της, με ένα παιδί μέσα στην κοιλιά, ξελογιάστηκε με μια Ρουμάνα 
• Τώρα κάνει πιάτσα στο διπλανό σοκάκι 
• Θα βλέπαν μαζί την ορκωμοσία και θα σχολιάζαν τα πεπραγμένα 
• Μετά καμιά μπιρίμπα να περάσει η ώρα, να σκοτωθεί το βάσανο 
• Η πόρτα άνοιξε η Σούλα μπήκε
• Φιλιά εκατέρωθεν
• Η εκπομπή άρχισε
• Στέκομαι ταπεινός επαναλαμβάνει ο ηγέτης και οι λέξεις γίνονται ρουκέτες και πέφτουν σε σχολειά και νοσοκομεία
• Και η πολιτική μαυρόασπρη ή ασπρόμαυρη θα παραμείνει να εξαπατά τους ορισμούς
• Και τα δελτία της ενημέρωσης σε μεταδόσεις μαραθώνιες αναλύουν τη σοφία των λόγων του τεσσαρακοστού τετάρτου παραλλήλου 
• «Πόσο αληθινός ήταν» λέει η μια και «πόσο απλός» λέει ο άλλος και «πόσο άμεσος» ματαλέει η άλλη
• Και κουβέντα για τα σκοτωμένα μωρά για τις μανάδες που ακόμα κλαίνε για τη κόλαση που σπέρνουν και θερίζουν για τους άστεγους τους φτωχούς τους νιους που αναρωτιούνται γι’ αυτούς που έχουν ξεχάσει να ζουν 
• οι φωτισμένοι οι άσπροι, οι μαύροι, οι κίτρινοι, οι μεταμφιεσμένοι 
• Μακιγιαρισμένοι στα παρασκήνια για να βγουν στην παράσταση 
• Τα μάτια προσηλωμένα και οι μούτζες πάνε σύννεφο
• Σε λίγο θα πέσει για ύπνο 
• Η καριόλα θα υποδεχτεί το σακατεμένο κορμί και θα του φτιάξει χιλιάδες όμορφες εικόνες 
• Φανταχτερές, στολισμένες με λουλούδια απ το χωριό και μυρουδιές απ τα λαγκάδια που τρέχε όταν ήταν πιτσιρίκα
• Η καλύτερη της ήταν να κλείσει τα μάτια και να ξεχάσει
• Όσο μπορούσε 
• Ο θόρυβος του απορριμματοφόρου έγινε εντονότερος
• Οι κάδοι αναποδογυρίστηκαν
• Σε λίγο εξαφανίστηκε κι αυτός, αφήνοντας πίσω του το χωμάτινο δρόμο
• Το ξύλινο πορτάκι έκλεισε 
• Το χαμόγελο της χοντρής φωτίστηκε από το μικρό ροζ ηλεκτρικό φωτάκι
• Αποκοιμήθηκε 
• Αυτός συνέχιζε να στέκεται ταπεινά 
• Τα πλήθη παραληρούσαν 
• Στην αρχή 
• Στο τέλος 
• Μια οχλοβοή 
• Και ένα βλασφήμημα αίσχιστο 
• Γράφει το επιμύθιο της επευφημίας
• Σχεδόν πάντοτε 

λοξός
loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: