· Το μεγάλο δάσος με τους κέδρους με τις οξιές και τα πλατάνια χάζευαν οι ελιές, από το ταπεινό ύψωμα με τις ξερολιθιές, που το ερωτοχτυπούσε το ανακάτεμα του ήλιου με την δροσερή ειρωνεία του βοριά του φλύαρου
· Μια βαριά πατημασιά άφησε τα ίχνη της στα ξερά χόρτα που κάλυπταν το χωμάτινο κατασκεύασμα των μεταποιητών του τοπίου
· Ανενόχλητη η μεγάλη αρκούδα με το οξύ ρύγχος έσκυψε και ανακάτεψε τα υπολείμματα της γλιστερής παχύρρευστης ουσίας που είχε απομείνει στα τοιχώματα του τενεκέ, με την τεράστια απεικόνιση στην πρόσοψη, του καρπού της ελιάς, αυτού του συμβόλου της δημιουργικότητας αλλοτινών χρόνων και σύμβολο σαρκαστικό των τωρινών απροσδόκητων εκδηλώσεων, των απανταχού επιτυχημένων εικονισμάτων της ευρωκρατίας και των μυρμηγκιών των σκυμμένων, από την ανάγκη για τροφή νερό και ανέλιξη
· Το δάσος είχε γεμίσει απ αυτά τα μεγαλόσωμα ζώα με το πολυτελές τρίχωμα, τις μακριές φουντωτές ουρές και τις πανάκριβες θήκες με τις μυρουδιές και τις ατέλειωτες χάρτινες υποσχέσεις με τους αριθμούς και τα ονοματεπώνυμα. Και τα σκυμμένα μυρμήγκια των υποκλίσεων, των χαρωπών χειροκροτημάτων και των ανυπέρβλητων ικανοτήτων, υπομονετικά περιμένουν το πέλμα για να γίνουν ιχνογραφήματα στον μαυρισμένο καμβά των κατασκευασμένων θυμάτων. Όταν χορεύεις με την αρκούδα είσαι ευτυχισμένος, όταν το μεγαλόσωμο όμως γρυλίζει, η ανατριχίλα περίσσια ακουμπά στο κορμί και τα μικρά δόντια τρέμουν και κτυπούν από το περόνιασμα που προκαλεί ο φόβος
· Και τα μεγάλα δάση απροκαλύπτως θα φτιάχνουν σκιές έτοιμες παγερές, για να τουρτουρίζει η ψυχή και το σώμα και μόνο κάποια ξερόχορτα ξετσίπωτα θα καταφέρνουν να περιελιχθούν στα αφημένα επί τούτου μονοπάτια που οδηγούν στα ξέφωτα
· Κι έτσι στα συντεταγμένα πανύψηλα δέντρα με τις μεγάλες φούντες και τα τεράστια καπέλα στις φωνές και στα κηρύγματα της δήθεν δικαιοκρατίας, κακοποιητές των εννοιών της ελευθερίας της δημοκρατίας και των επιλόγων, εκπυρσοκροτούν το αλλοιωμένο ερμήνευμα και υπηρετούν το δάσος με τους επιβλητικούς γίγαντες
· Και η ματιά γίνεται θολή και το λευκό ωχρό
· Οι γνώμες κλείνουν, το μυαλό αποσύρεται από την παρατήρηση, κουλουριάζεται και κατεβάζει τα ρολά
· Τα παιχνίδια φτιάχνουν μια διαδρομή και τα παιδιά δεν παίζουν πια μόνα τους
· Κρεμασμένες αράχνες, σφαίρες, σταυροί αρχαιοπρεπείς, προσευχές μονότονες. Μια απελπιστική αθλιότητα
· Κι ένας ήχος απηυδισμένος να προσπερνά το μέτρο και να αφήνεται παραδομένος στα αφηνιασμένα πατήματα των μεγάλων δαχτύλων
· Ξύπνησα άσχημα το πρωί. Ένας πονοκέφαλος βρήκε ένα άνοιγμα και μπήκε και στρογγυλοκάθισε μέσα μου. Προσπάθησα να σκεφθώ μια λησμονιά μπας και ξεχαστεί το τρεχαλητό του πανικού και σωθεί το μυαλό. Ήθελα να κλείσω τα μάτια και δεν κατεβαίναν τα βλέφαρα και θάμπωνε η κόρη και ξέφτιζε ο νους και γινόταν υγρασίες και τρέχαν τα ανοίγματα τρέχαν οι σταγόνες και φεύγαν μακριά. Στηρίχτηκα για λίγο και είδα δυο γέρους στις καρέκλες τους στο αυλιδάκι. Κοίταζαν πέρα χωρίς να μιλούν. Ο χρόνος ήταν απέναντι και ερχόταν. Αυτός ο ανύπαρκτος που περνούσαμε εμείς κι αυτός χάζευε το πέρασμά μας
· Κι έχεις και τον άλλον και σου λέει το πρωί που στραγγίζεις τα όνειρα σου πως κάνουν το σπανακόρυζο. Και σκέφτεσαι μήπως το δίκιο είναι εκεί μήπως η ευθύνη αυτής της απίστευτης ομορφιάς που τυλίγει τον ουρανό που κάνει τη θάλασσα να αγριεύει τη ρίγανη να μυρίζει και το δυόσμο να ψιθυρίζει μήπως τελικά είναι όλα μια συνταγή κάποιου σπουδαγμένου γευσιγνώστη? Βρε συ μήπως ξέχασες να βάλεις λίγο φασκόμηλο να διαφοροποιήσεις το βλέμμα σου?
· Άνοιξες το κουτί με τις ασπιρίνες και έβαλες το άσπρο χάπι ανάμεσα στα δάχτυλα. Από μικρός δεν μπορούσες να καταπιείς ούτε ένα χάπι
· Πήρες μια χαρτοπετσέτα την ακούμπησες στο μάρμαρο κι έκανες σκόνη το σκεύασμα. Μια γουλιά νερό κι απλώθηκε η πικρίλα. Άδειασες το ποτήρι. Σκούπισες με την αναστροφή του χεριού σου τις σταγόνες που δεν πειθάρχησαν και περίμενες να δραπετεύσει η εμμονή
· Το τηλέφωνο κτύπησε.
· Μην ξεχάσεις να πεις χρόνια πολλά σ’ αυτούς που γιορτάζουν τον Ιούνιο, ακούστηκε η φωνή της επισήμανσης
· Του Αη Γιαννιού του καλοκαιριάτικου, με τις παραδόσεις τις φωτιές και τα πηδήματα.
· Κι αυτά στο όνειρο, γιατί οι φωτιές σβήσανε και μείναν τα πηδήματα τα αλλόκοτα, τα τρελά, τα απεγνωσμένα
· Θα ξεφύγω στην αμμουδιά εκείνη τη μέρα θα πάρω δυο παλούκια, λίγα ξερόχορτα, θα τα κτίσω όμορφα, καλλιτεχνικά. Θα πάρω και ένα πεταμένο χαρτί για προσάναμμα και θα ανάψω μια φωτιά και θα πάρω φόρα, θα τρέξω και θα πηδώ γύρω της και θα φωνάζω και θα ακούω και θα πηδώ γελώντας δυνατά κι άμα θέλω θα κλαίω, θα κλαίω, όσο θέλω, όσο θέλω!
· Και μετά θα πάρω τα αποκαΐδια αγκαλιά και θα τα βάλω στο κασόνι
· Τα κόκκαλα της φωτιάς. Για να θυμούνται οι παλιοί
· Και να μνημονεύουν οι νέοι
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου