· Στο βυθό της Θάλασσας ένα τεράστιο ψάρι παραμόνευε στην είσοδο της ξεχασμένης τρύπας. Γιγάντιο, υπερμέγεθες, με ένα τεράστιο στόμα και μυτερά πτερύγια. Τρομακτικά ακίνητο άφηνε να προσπερνά από μπροστά του η αδιαφορία των μικροοργανισμών, που χαιρόταν την ομορφιά του μεγαλειώδους σκοτεινού
· Στην καρδιά της θάλασσας στρογγυλοκάθισε ο νους βγαίνοντας από το καβούκι του. Από τη μια η αφόρητη κυκλαδίτικη ζέστη που ξέχασε ο Βοριάς να δροσίσει κι απ’ την άλλη τα συμπεράσματα του χάους, που δεν σε άφηναν να χαρείς εκείνες τις πιτσιλιές που μετανάστευαν στην σκεβρωμένη βάρκα, από τα πλαταγίσματα της ανεμελιάς
· Η μια στιγμή έπιανε την επόμενη από το χέρι και την έκανε να παραμιλά στο μικρό κατάστρωμα, ανάμεσα στις μικρές σταγόνες, που σαν γυαλενάκια γυαλιστερά γλιστρούσαν αργά κι ηδονικά. Ψυχές παραμορφωμένες, επιθυμίες και μυρουδιές από μικρές απολαύσεις. Στις παράλιες τοποθεσίες με τα βραχάκια για σκιά και τον κρίταμο να γαληνεύει την αγριάδα του οξύμορφου και την κάππαρη να μαζεύει γύρω της τα χέρια των μαγισσών της γλωσσικής ευχαρίστησης. Αυτών, των γνωστών πρωτευουσών, με τα λευκά φορέματα και τα άμφια της κείμενης καταξίωσης. Περιστρεφόμενες οι συνθήκες της απώλειας του κατανοητού. Μια παράταιρη ξεχωριστή αδυναμία για να ορισθούν τα ελλείμματα της πρόκλησης.
· Μια ειδησιογραφία δυσώδης έχει κατακλύσει το μυρωδάτο τοπίο της ημεδαπής. Λέξεις προερχόμενες από σειρές ιστοριών παιδικών αναμνήσεων, ορίζουν την εγκληματικότητα, για να αγιογραφήσουν μετά το προσδιορισμένο της πραγματικότητας
· Συμβόλαια θανάτου στη ζωή των υψηλών παραδειγμάτων, στα ελληνάδικα της διαστροφής και της καταστροφής, στα άντρα της ελληνοβλαχιάς, της αλαζονείας των σκαρπινιών και των υφασμάτων των χρυσοποίκιλτων.
· Ένα τεράστιο ντεκολτέ το χάσμα των συνωστισμένων ανθρωποειδών του μηχανισμού και μια βαριά φιγούρα το τέρας που καταπίνει οτιδήποτε τολμά να ξεφύγει από το περιτύλιγμα
· Στα ριχτάδικα της μειωμένης αντίληψης, στα σκάφη αναψυχής των ευνοημένων, στα ιερατεία της απόλαυσης και της σπατάλης, στην άλλη εποχή της ιστορίας της ζωής, οι νύφες ετοιμάζονται
· «Βαριέμαι» ακούγεται η φωνή του μικρού και η μάνα του εξοργίζεται. Απέναντι η Θάλασσα τα βότσαλα και το μικρό ραδιόφωνο με τη μικρή κεραία να γρατσουνά τον ουρανό. Μικρές λέξεις, αποσπάσματα κομματιών, γνωστών ερμηνευμάτων, περιγραφική δύναμη καθορισμένη, που σε κάνει να γυρνάς με μανία το κουμπί.
· Ξεφεύγεις, ρουφώντας την αναστάτωση
· Κίτρινο φόρεμα να δένει στη πλάτη, κίτρινα εσώρουχα να αποκλείουν τη διαφορετικότητα της λεπτομέρειας. Κλειστά μάτια, μπόλικο πασπάλισμα μ’ αλμύρα και «Κύριος, Κύριος». Ένας πλανόδιος μετανάστης με το παράνομο τραγούδι στη μασχάλη, να σου χαλά την απεικόνιση
· Κάτω από τον ήλιο με κλειστά τα μάτια οι φαντασιώσεις μεταποιούν το τοπίο. Κι οι έμμονες επανέρχονται πανικόβλητες να ασελγήσουν
· Ένα φεγγάρι ολόγιομο πάνω από το νεκροταφείο του μικρού νησιού. Μαρμάρινοι σταυροί καλλιτεχνήματα εμπνευσμένα και πλήθος πολυθλιβών στις άκρες του μεγάλου δρόμου περίμενε το νεκρό. Οι συγγενείς ξεχώριζαν εύκολα από τα μαντίλια στο στόμα και οι υπόλοιποι επισκέπτες, καθημερινοί επισκέπτες των τελετών του αποχαιρετισμού, ανέλυαν το παρελθόν του εκλιπόντος και την τιμή του καφέ στο παραπλήσιο καφενείο της Ρίτσας της χοντρής. Κερδοσκοπία ανηθικότητα και ανασφάλεια οι πρώτες σελίδες της οδύνης. Ένα νεύμα και ένα «έρχεται», έκαναν τα πηγαδάκια να σιωπήσουν. Ο νεκρός πέρασε και πίσω του οι κηδόμενοι με τις ίδιες ξεσηκωμένες κι απαράλλαχτες κινήσεις, που χαρακτηρίζουν επαρκώς έναν αξιοπρεπή θρήνο, να ακολουθούν
· Η πομπή ξεπέρασε την μεγάλη Πύλη και το σιωπηλό δειλά δειλά έγινε ψίθυρος και μετά γέλιο. Το καθιερωμένον εξετελέσθη. Στη συνευρέσεις των ζωντανών η μνήμη ακυρώνει το τέλος
· Και στον καφενέ τον έλλυπο, το ανασήκωμα ήταν μεγαλοπρεπές, όταν η γουλιά του πανάκριβου πολυτελούς ζωμού χρωμάτισε το λαρύγγι. Ένα απαγορευμένο τσιγάρο και μια χειραψία με ένα μορφασμό περίλυπο. Περίληψη θλίψης
· Ο κατήφορος μετά και το χαμόγελο χαζό εγκαταστάθηκε στα χείλια, σκεπτόμενο την σημερινή μέρα
· Κάποια χαχανητά παρευρισκομένων σε μια γωνιά προκάλεσαν την επιτάχυνση του βήματος
· Φόβος και τρόμος, οι κάτασπρες οδοντοστοιχίες που ανοιγοκλείνουν στα ξεχασμένα θολάμια
· Το ψαράκι έμενε κι αυτό ακίνητο η μικρή ουρά έτρεμε και τα ματάκια του γούρλωναν μπροστά στο θεριό
· Έβγαλε τη μουσούδα του λιγάκι για να δει πιο καθαρά. Ήταν παγιδευμένο. Οπισθοχώρησε και κούρνιασε ανάμεσα στα κρινάκια τα ανήλιαγα που λικνιζόταν εκμεταλλευόμενα το παιχνίδισμα της απορίας του βυθού
· Στις τρύπες δυο μάτια ζωντανεύουν τη ζωή και δυο μάτια περιμένουν το θάνατο
· Στις τρύπες όλου του κόσμου τα μικρά ψάρια ακίνητα περιμένουν αποκλεισμένα το μεγάλο στόμα
· Κάπως έτσι τελείωσε εκείνο το απόσπασμα από μια μισοσβησμένη κιτρινισμένη σελίδα ενός παλαιού ημερολογίου
· Στην ετικέτα, δεν ξεχώριζες το όνομα
· Είχε σβηστεί!
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου