Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 2/7/2009

· Τον άγγιξα θορυβημένος

· Μόνος του χτες, ανάμεσα στην διαγραφή των συναισθηματικών αποκλίσεων και στην αναγραφή των αρχέγονων σημείων, αυτών των εμπεριστατωμένων στιγμών της ανάσας και της απόλαυσης. Γύρω ασήμαντοι παραχαράκτες των εικόνων, των λυτρωτικών αυτών παραισθήσεων, προσπαθούσαν ευθαρσώς και αναιδώς να αναγορεύσουν σε αυτοκράτειρα την παραπλάνηση. Σκεπτόμενη η εικόνα αναθάρρησε και κατευθύνθηκε ταχέως στην κοιλάδα του στρογγυλού ξεφωνιάρικου μηχανισμού με τα δυο τύμπανα στην κορυφή και την παλλόμενη ράβδο με το μικρό σφαιρίδιο στην άκρη, που χώριζε το φευγιό απ την πραγματικότητα. Ο ύπνος ο μεγάλος ήσυχος, ο αδιάφορος γίγαντας με τα ακίνητα πόδια, χάζευε την ενηλικίωση των ονείρων προσπαθώντας να καταπιεί κανένα καινούργιο απ αυτά τα παραπεταμένα που απομένουν από τα ξεφυσήματα κάποιων περιπλανώμενων γεμισμένων παρειών

· Μια λεκτική προσέγγιση χρειάζεται η παραπλάνηση της ακινησίας, για να αρχίσει να εκτοξεύεται στα ψηλά κλαδιά και να κυνηγά τους μπάμπουρες που φωλιάζουν στις φυσικές κοιλότητες των πολυκαιρισμένων κορμών.

· Τα καλοκαίρια οι αναγγελίες των πρώτων γραμμών είναι αδιάφορες. Η σημαντικότητα των γεγονότων μοιάζει με χονδροειδές φούμαρο την ώρα που το πιτσίλισμα του απόνερου σφίγγει το κορμί και λυτρώνει την απορία της σκέψης

· Και εκείνο το χαρτοκάραβο φτιαγμένο με το δίπλωμα της καυτής επιθυμίας, βρεγμένο στα ίσαλα παραδέρνεται από τις νωχελικές κινήσεις του υγρού, που μουλιάζει την μοναδικότητα του σημείου. Και τα έξαλα αποκρυπτογραφούν την απεραντοσύνη της μοναξιάς, στο καταγάλανο ζωγραφισμένο. Μια λεπτομέρεια της γραμμής, που αντιστέκεται στην μακρινή ερμηνεία του ορίζοντα

· Και στις απομακρυσμένες από την αθωότητα της μεγαλόπνοης ανασαιμιάς της θάλασσας, δυτικές πρωτεύουσες, οι απειλές των νομικίστικων συμπερασμάτων αποπλανούν την ευθύτητα της καταγραφής του πραγματικού

· Αφορισμένη η υποσημείωση, παράταιρη επέμβαση ενός μεγαλοπρεπούς εμπαιγμού

· Κι απέναντι στους ξεθωριασμένους τόπους με τις ταράτσες να βράζουν, τις κεραίες να εξέχουν, είδη περιστεριών ακονίζουν τα ράμφη τους. Γυαλιά μυτερά στα πρεβάζια και καρφιά όρθια στις υποδοχές των λουλουδιών. Οι γάτες νιαουρίζουν νευρικά και τα σκυλιά βγάζουν τη γλώσσα, ενοχλημένα από την αυθάδεια της καλοκαιρινής υγρασίας.

· Ξυράφια οι λέξεις τρομοκρατούν τα φουσκωμένα σώματα και την νοημοσύνη των κοιλιακών. Κώλοι σφιχτοί, βυζιά στητά και μυαλά κουρέλι, γλώσσα πρωινή και βουτυρωμένη άποψη περί ηθικής και πολιτικής κι ο γλάρος αριστοκράτης λευκοντυμένος, να πετά ανάμεσα στις πετσέτες προσπαθώντας να βρει συντροφιά στις παραπομπές των επεμβάσεων της αισθητικής

· Γράψε μου μια εικόνα, ξεφώνισε ο ικέτης στην άλλη γραμμή του κόσμου.

· Κι ο επίλογος αργούσε ακόμα, ήταν γυμνός, δίπλα του οι λέξεις ακατάστατες, σκονισμένες και παραδίπλα μια σκούπα ένα φαράσι και ένας κάδος με παλιόχαρτα

· Ο Ιούνιος φεύγει ο Ιούλιος παραμονεύει. Οι βοριάδες θα αναθαρρήσουν κι η αυταπάτη θα ανέβει στο θρόνο της

· Τα πάθη θα βολευτούν στις αμμουδιές και θα ηλιοκαίγονται κι οι ανάσες θα ανησυχούν τους περαστικούς που αποχωρούν

· Θέλω να αναποδογυρίσω το κείμενο να τρέξουν τα τελειώματα να πνίξουν την αρχή, να γιομίσει ο τόπος με άσπρα γιασεμιά, που τα κρατούν πολυχρονισμένα χέρια και φτιάχνουν φωνές, που θα τρέχουν και θα πιάνουν τον ουρανό. Να τον τραβήξουν θέλουν στο πάτωμα, να τον καρφώσουν εκεί, μπας και περάσει η ανάσα στη σκόνη και λυτρωθεί το έδαφος.

· Πέρασε η συλλαβή απέναντι να ξεκαλοκαιριάσει μαζί με τους τζίτζικες και τις χρυσόμυγες. Ένα κουβάρι έγινε το παραλήρημα κι ακόμα ψάχνεις την αρχή. Κι αυτό το μουρμουρητό της θάλασσας να ξεπερνά την ιεροτελεστία της παράβασης

· Μια μαγική εικόνα με το μακρύ αραχνοΰφαντο ύφασμα τυλιγμένο στη μέση να φεγγίζει στην άκρη του συναπαντήματος των αντίξοων συνθηκών

· Σηκώθηκε η απερίγραπτη θύελλα μασούλησε τα βοριαδάκια και θέριεψε. Τρομάξαν τα απομεινάρια και λουφάξαν στην αγκαλιά της εκδήλωσης

· Κι εκείνο το σημάδι το ανάποδο στην κόλαση του βλέμματος θέλει να ξεχάσει τη μοιρασιά των στιγμών. Μια ευχή σου ήρθε στο νου και πέταξες το σκουπίδι στην αγκαλιά του τενεκέ.

· Πως μπορείς και σωπαίνεις? Ακούστηκε από μακριά

· Ούτε που γύρισε να κοιτάξει, ανοιχτές οι σελίδες. Αναγνώσεις χαμηλών καιρών

· Άσε με να σε χαζέψω λίγο να φανερωθεί το κύμα να απογυμνωθεί η φωνή, τόλμησα να ψελλίσω

· Χαμογέλασε το χαρτοκάραβο, τα έξαλα λιγόστεψαν και το βρεγμένο κυριάρχησε

· Σε λίγο θα το καταπιεί η υγρασία της απεραντοσύνης. Έγειρε, φαινόταν μονάχα το χάρτινο άλμπουρο. Η τσιμινιέρα μουγγάθηκε και ο κύκλος έκλεισε

· Ο γλάρος έφυγε μαζί με τον Ιούνιο και τα γυμνά σου πόδια ποθούν εκείνη την απόμακρη νοσταλγία της θύμησης

· Έσκυψα με απίστευτη τρυφερότητα κι άφησα τα χείλη μου

· Μάζεψα όσες λέξεις ήταν μοναχές και ξεκίνησα

· Σε λίγο, ξημέρωνε πάλι

λοξός

loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: