· Ανασήκωσε τις φλόγες η αλλοφροσύνη!
· Ψηλά καρφωμένος στο βράχο, ανάμεσα σε πράσινες γλώσσες και κίτρινες παραφωνίες, πεταμένος στα γέλια, τα χαμηλόφωνα σχόλια, στις κλεφτές ματιές και στα απλωμένα ρούχα του ήλιου, στις κλίμακες του χρώματος του ανήμπορου, στους κρεμασμένους κήπους του ξεχασμένου θεού, αγναντεύει το βλέμμα εκείνη την αναλαμπή της παλιάς θάλασσας των περίεργων φαντασμάτων, των γεροντικών θρύλων, της φοβέρας και της απρονοησίας
· Το ψεύδισμα του σκιρτήματος, η αγωνία της υπέρβασης και οι μαχαιριές της κόλασης της υποχθόνιας. Και ξαφνικά, ένα γκρίζο λουλούδι χάζεψε στην μοναχικότητα της εικόνας κι ένα ανοιχτό στόμα επιβεβαίωσε το εκτυφλωτικό πέρασμα της επιθυμίας. Μια αρχαία λέξη ξετίναξε τη σκονισμένη επιφάνεια και τα σώματα άλλαξαν στάση. Αποκλείεται, μονολόγησες και έβαλες την άρνηση να συναντήσει την αλητεία της σκέψης. Αφηνιάσαν τα χαμόκλαδα και θελήσαν να εκστρατεύσουν στις πεδιάδες με τις κλαγγές και τους λυγμούς. Αποστάτησε η μοναξιά και δρομολόγησε την τρέλα κι αυτή σαν τίποτα, ξεκόλλησε και λύτρωσε το καημό
· Και περιμένουν οι ασήμαντοι την επιστροφή του επιφανούς για να μπουν οι ιστορίες στο μονοπάτι
· Κι οι προδομένοι ναύτες κατεβαίνουν από το μισοσκόταδο μουγγοί και κουρασμένοι.
· Ένα λογικό κατακάθι ούρλιαξε και παρέσυρε στη σειρά την εξέγερση. Ένα ακουμπισμένο πούπουλο αποχαυνωμένο στην ζεστασιά των ξερόχορτων φυλάκισε την χρυσόμυγα. Κι ένα αποστασιοποιημένο νόημα ξεπετάχτηκε και προσπάθησε να συντονίσει την ορχήστρα. Μα ανοιγόκλειναν τα στόματα και τα στιχάκια διαλύονταν πριν φτάσουν στα αυτιά των ικετών
· Κατεβασμένα τα χρώματα στις βεράντες με την κρυμμένη ομορφιά και η μελαγχολία χαϊδεμένη αντίδραση των ποιητών, μαζεύει κοχύλια που ξέβρασε ο ορίζοντας. Και μια ξεβράκωτη πρόταση πέρασε στα χείλια
· Αποκλείεται, παραμίλησες και ακούμπησες στην διαφάνεια των σημείων
· Ένας άσπρος τοίχος και μερικά κρεμαστάρια απ την κοιλιά της γης. Ντομάτες λιαστές, πλεξούδες με κρεμμύδια, σκόρδα για να εξεγείρονται οι αισθήσεις, μια τσουγκράνα ένα τσιμπίλι, ενα φτυάρι, μια αξίνη και γλάστρες με δυόσμο και βασιλικό, μικρά ποτηράκια κρυστάλλινα, μια καράφα προσεγμένη φυσητή, μια φουρτάλια, ντομάτα γαρίφαλο στο πέτρινο πεζούλι και στέγαστρο τα ρυάκια της νυχτιάς κι απέναντι στο φως, στο σκοτεινό της θάλασσας, φανάρι μυστικό, προδομένο καντήλι στο ξάρτι του ανεμοδαρμένου καϊκιού. Η επικράτηση της οσμής, της αφής και της ορμής. Ρίγος και φαντασίωση αισθαντικότητα και εικόνα. Ο αυλόγυρος του απλού το απάντημα των στιγμών της ευγένειας. Και εκεί που κανένας δεν το περίμενε, ένα θηλυκό αστέρι άρχισε να χαμογελά μασουλώντας λίγο λευκό σύννεφο κι αμέσως σηκώθηκαν οι δυόσμοι κι οι βασιλικοί οι τσουγκράνες και τα φτυάρια, τα εντόσθια της γης βουίξαν και χαμήλωσε λίγο παραπάνω ο ουρανός, να φανούν τα μάτια του έρωτα να τρελαθεί η φωνή, να αποκλειστεί το καθιερωμένο.
· Φοβερό το παράτυπο των κανόνων και το επιτιμητικό της ηθικής προσδιορίζει την δυστυχία των υποταγμένων.
· Και αποτίμησε η σκέψη τα συμπεράσματα και εσιώπησε. Σφράγισε τα χείλια και φίμωσε το άγγιγμα. Αποκαθήλωσε την εικόνα και την κράτησε.
· Μου κλέβεις το σώμα, φώναξε και άδειασε το ποτήρι!
· Στις αυλές των Κυκλάδων τα αρώματα είναι χρώματα και οι έρωτες είναι τραγούδια, τα αγγίγματα είναι μάγισσες και τα φιλιά είναι μεθυσμένα.
· Στους εξώστες του απολύτου οι φωνές μοιάζουν με θεριά και τα τσουγκρίσματα με ουρλιαχτά πονεμένα.
· Κάπως έτσι φροντίζει ο ουρανός τη θάλασσα και τα κορμιά ανασαίνουν.
· Τελευταίο ποτήρι και στο απομεσήμερο του καλοκαιριού πολιτικό το τελείωμα. Μια ματιά στην κακοφωνία και οι εκλογές ματώνουν την αισθητική. Ο Σεπτέμβρης είναι μήνας όμορφος για να σπιλωθεί με το ψεύτικο.
· Αποκλείεται, συλλάβισες και ακολούθησες την πεπατημένη. Εν τω μέσω της νυχτός στον Αύγουστο της νήσου, της Τήνου, των ανέμων και των στιγμών, των Κυκλάδων!
· Ένα μαχαίρι φύτρωσε δίπλα στη ρίγανη και φύλλα ξεδιπλώθηκαν να μαγέψουν το τέλος. Μια λάμψη χώρισε το θόρυβο κι η Διοτίμα ντυμένη στα λευκά αγκαλιά με το Ωραίο καλωσόρισε τον δολερό κι αποφάσισε την ερμηνεία της σοφίας.
· Στα πεζούλια, στις βεράντες, στα σκοτεινά, όταν αποσύρεται ο νους και το εκρηκτικό της υγρής γεύσης υποδουλώνει το λογικό
· Και στα χέρια του αρχιτρίκλινου έρωτα ροδοπέταλα μαζεμένα τα παραμύθια αρχίσαν το χορό, μαντεύοντας τον επίλογο
· Και στο πέρασμα του μονολόγου φάνηκε ξανά, βαθιά στο πέλαγος, εκείνος ο άγγελος με τα φτερά, να κρατά την ομορφιά, ακουμπώντας στα κύματα
· Αποκλείεται να ήσουν εκεί, μέσα σ αυτήν την εικόνα, ψιθύρισε!
· Σήκωσες το ποτήρι το κατέβασες με μανία φύλαξες όλα τα χρώματα που επινόησες, τους φίλησες όλους κι αποχαιρέτησες
· Νοσταλγώντας!
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου