· Κάτω από την σελήνη την πλήθουσα
· Έφυγε εκείνη η σκιά μόνη της χωρίς καμία συνάθροιση φωνών να την απομονώσει από τον περίγυρο των αντιπαραθέσεων. Οι συνθέσεις των κραυγών έχουν το παραπονεμένο της επίτευξης της σιωπής και το αδύνατον της κατανόησης. Έτσι οξείες οι διαθέσεις κάθονται στα δυτικού τύπου καθίσματα των καφετεριών νοσταλγώντας την απάντηση της περιπετειώδους ιστορικής διαδρομής της ανάσας των συντονισμένων λόγων. Συλλαβές μοιρασμένες σε όμορφες εικόνες και ανεβοκατεβάσματα της αναπνοής, χέρια προτεινόμενα και μάτια να αναμοχλεύουν την ένταση την επικρατούσα, αφήνοντας από καιρού εις καιρόν κάποια τυχαία αγγίγματα των δαχτύλων στις περιποιημένες κόμες, κάποια δήθεν ξεμπερδέματα των μαλλιών, που ο ήλιος ξάνοιξε και να η κοκκινίλα να εγκαθίσταται αδιαφορώντας για το φανέρωμα του στόχου. Και οι κοκορομαχίες για την επικράτηση κορυφώνουν την ελπίδα ότι το μπουλούκι με τα όμορφα ρούχα τις εκθαμβωτικές υφασμάτινες σελίδες και τα τεράστια ματόκλαδα τα πασπαλισμένα με εκείνη την μπογιά του μεσημεριού θα εντυπωσιασθεί από την γρηγοράδα της κομματιασμένης ηχούς και θα γοητευθεί παρατημένη στο ανούσιο των προλόγων της ερωτικής εκδρομής.
· Και ομολογούν τα πάθη το εφήμερο και τρομάζουν το κανονισμένο και οι χαζολόγοι δοκησίσοφοι συνεχίζουν να διεκδικούν τις δάφνες της αιωνιότητας αναγράφοντας τις ψεύτικες υποσχέσεις
· Και περιμένοντας κάτω από το κατακαλόκαιρο να έρθει το χιόνι και να πέσει, τα ζουζούνια έχουν βγάλει τα κουβαδάκια και χαϊδεύουν την άμμο. Τρύπες, λαγούμια, φαντασίες λεπτές, ισορροπίες του μυαλού, συνθέματα απλά που στολίζονται με τεράστια τέρατα και σιδερένιους τιτάνες. Και μετά τα φτυαράκια τα πλαστικά να διορθώνουν τα κτυπήματα της θάλασσας και οι μάνες να βρέχουν τα κασκέτα να προστατευθεί η μεγαλοσύνη του μικρού ανθρώπου από την οργή του πύρινου βασιλέως.
· Κάτω από την ολόκυκλο σελήνη ξάπλωσε και ο ευτραφής, σκεπτόμενος τον επόμενο κεφτέ που θα καταβρόχθιζε πριν μετοικήσει σε εκείνο το εξοχικό περιθώριο που του είχε ορίσει από πριν η πραγματικότητα. Ανήμπορος να αντιδράσει, εύσωμος, αφημένος, πλαδαρός, μ’ ανοιχτά χέρια και πόδια απορροφά λαίμαργα τις εναπομείνασες ακτίνες δημιουργώντας από κάτω του μια βρεγμένη τεράστια κηλίδα περιττών παραγώγων.
· Και στις υπεραγορές της κατανάλωσης, τα προϊόντα ανηφορίζουν και τα σήμαντρα κτυπούν αφήνοντας την γεύση να δραπετεύει στεγνή κι ανήμπορη να λειτουργήσει.
· Σπάνια αίσθηση η γεύση. Συνήθως κορυφώνεται με κλειστούς τους οφθαλμούς. Είτε σκυμμένος, ευλογώντας το μεγαλοπρεπές της υγρασίας, είτε ανυψωμένος βρέχοντας τα χείλια, νιώθοντας την ευχαρίστηση των χρωμάτων της εξωτικής προέλευσης.
· Σε κατάσταση απορίας ευρισκόμενος λόγω της αγριότητας των ημερών και ματωμένος από τις πανικόβλητες εκδορές του χρόνου, άφησα τους παρείσακτους της ομηγύρεως να συνεχίσουν την τοποθέτηση των νοημάτων. Έγειρα λίγο και θύμωσα για την κατακραυγή των συμπερασμάτων μου. Απέναντι ένα μικρό μπουκαλάκι νερό με το πώμα ακουμπισμένο στο πλάι κι ένα σταχτοδοχείο με περιττώματα. Πεταγμένα χαρτάκια, επιφωνήματα αμηχανίας, ενός αδιόρατου εκνευρισμού τεχνήματα. Στάσεις νεοσυλλέκτων, απορίας μηχανεύματα
· Και τα βραδάκια ασήμαντα καλοκαιρινά, συζητήσεις για το τίποτα, μπίρες μοχίτο και μαργαρίτες, να ξεφύγει η ώρα, να κλείσει η μουσική, να επανέλθει η μονοτονία του ξημερώματος. Ήλιος λαμπερός, μεσημέρι καυτό, απόγευμα γλυκερό και δειλινά με λίγες λέξεις. Αναμασημένες τροφές διεκπεραιωτικές παρόλες. Ανασχηματισμοί φωνημάτων και αναπαραστάσεις κοινότοπων σκηνών, να περνά η ώρα να ξεκουμπώνεται το σώμα, να λιγουρεύεται την ξεπέτα της ξανθιάς της μονότονης, με τα κατασκευασμένα βυζιά και τον αρχιτεκτονικό κόλο
· Και οι ώρες ατέλειωτες όταν τα λεπτά περνούν και η ματιά δεν έρχεται. Και να σου ένα ύφος από μια ταινία που σ άρεσε, να και μια ατάκα από εκείνο το βιβλίο με τα μεγάλα λόγια. Μέχρι που ένα καλοκουρδισμένο μηχάνημα ξεσκέπαστο με ασημένιες ρόδες και γυαλιστερά τρίχωμα γοητεύει την άσφαλτο τραβά την προσοχή και όλοι σου γυρνούν την πλάτη. Ο καπετάνιος με την ναυαρχίδα του δρόμου υποτιμώντας τα βλέμματα προσάραξε στη φάτσα της θέας, τράβηξε χειρόφρενο και κατέβηκε, αδιάφορα, κουνιστά, με το λευκό κολλητό πουκάμισο. Χαμογέλασες και κοίταξες τη βέσπα που ‘χες στηρίξει στο τοίχο για να μη πέσει. Έφτυσες λίγο καπνό που στάθηκε στη γλώσσα, προσπάθησες ματαίως να τραβήξεις τη προσοχή για τελευταία φορα δοξολογώντας τη σοφία και βραχνιασμένος από την υπερπροσπάθεια να σαγηνεύσεις, σκέφτηκες το κρεβάτι σου. Σεντονάκι καρό καλοκαιρινό, κλειστά ματάκια κι όποιο ξωτικό θες έρχεται χωρίς αντίτιμο
· Λοιδόρησες για λίγο την τρελή που καταβροχθίζει λαίμαργα εκείνο το λιπαρό λουκάνικο και πίνει θορυβωδώς ένα ποτήρι μπίρα. Ένα ρέψιμο κρυφό, σκουπισματάκι ύπουλο με την παλάμη και ένα υπόλοιπο στον κυνόδοντα να σου ξεσκίζει την ηρεμία σου.
· Ρούφηξες τη τελευταία γουλιά. Ένα παγάκι έμεινε στο στόμα και μια παγωμένη επιδρομή χαμένων στιγμών περιφρούρησε την κοιλότητα.
· Έπαιξες λίγο με την επιφάνεια και περίμενες το φεγγάρι να σταθεί στο υπερώον βασιζόμενο κι αυτό στο ίδιο κι απαράλλαχτο απεικόνισμα
· Αποφάσισες πανικόβλητος να κρυφτείς γιατί δεν άντεχες εκείνα τα αποχαυνωμένα ανοικτά στόματα να χαζεύουν τη σελήνη κάνοντας όρκους
· Μαζεύοντας όλες τις ψευδαισθήσεις του Αυγούστου στο μπαούλο σου, θα περιμένεις τα χειμωνιάτικα φεγγάρια, με ανεβασμένους γιακάδες, κρυμμένος πίσω απ τις γρίλιες απ’ όπου σ αρέσει να κοιτάς
· Αποφεύγοντας τους ανθρώπους!
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου