· Κάτι γίνεται εκεί κάτω στις περιορισμένες αποστάσεις της ζωής.
· Ένα φέρετρο με το εξώφυλλο το σκούρο και τους χαλκάδες στα πλευρά, τα δυο κούτσουρα στα πλαϊνά να φροντίζουν τη μεταφορά του εφήμερου και ώμοι συντετριμμένοι να ακονίζουν τη μοναξιά της κίνησης και να αλλοιώνουν την περιφορά της ματαιόδοξης πομπής της ανάμνησης. Οι μικροί ποιητές στα μικρά τοπία πεθαίνουν ξεχασμένοι και μοναχά οι συγγενείς των μορφασμών του συναισθήματος, συντροφεύουν τα λόγια και τις πίκρες αυτής της τελεσίδικης απόφασης της ζωής. Και αρκετές κραυγές θα εκδηλώσουν το εσώτερο της ανάγκης για ξέσπασμα και τα χαρακτηριστικά θα παραμορφώσουν την υπερβολή και η λογική θα πάει περίπατο μαζί με την αγκαλιά του διπλανού, που σκυμμένος θα μαζεύει τα απομεινάρια της φοβέρας, που θα θεριεύει κάθε φορά που θα πέφτει το φως και θα έρχονται εκείνες οι σκιές, μαζί με τους ήχους από τα καλέσματα του υπερφυσικού.
· Και στις ύστερες αποφάσεις του προκαθορισμένου, με τη κάσα να προπορεύεται ο πόνος έχει τη διαβάθμισή του, αναλόγως της σειράς των παρισταμένων. Στις πρώτες γραμμές, ο πόνος απροκάλυπτος, γοερός, κοφτερός, στις δεύτερες θέσεις σχηματισμένος, απλός και υγρός, στις τρίτες ολύμπιος, ήρεμος, λογικός και προς το τέλος, χαρωπός, χαλαρός, άνετος, διαδικαστικός
· Στις τελευταίες εκδρομές, το φωτεινό είναι υγρό και το απόγευμα μοιάζει με καλωσόρισμα βασανισμένης ανακοίνωσης. Και ένας αργός βηματισμός απομονώνει τι διαδικασία και οι σκέψεις χάνονται στο σύρσιμο ανάμεσα στην άσφαλτο και τις πατούσες. Σφιχτά στόματα, λέξεις σφραγισμένες και κρυφά φτυσίματα στο πέτο προς αποφυγήν της κακιάς της μοίρας και ένα αργόσυρτο βήμα που μαζί με το μουρμουρητό να προκαλεί ένα ασύλληπτο ρίγος και σκυφτά τα κεφάλια να ατενίζουν το έδαφος και προσευχές και τάματα βουβά να προσπαθούν γελοιωδώς να απομακρύνουν το θλιβερό από το περίγραμμα
· Και κατανυκτική η είσοδος στο ευκτήριον και ο γραμματιζούμενος μπροστά, να αφήσει την επιβράβευση στο αναλόγιο, να μονολογήσει τον οδυρμό, να αφηνιάσει τους λυγμούς
· Και παρά έξω στο προαύλιο οι υπόλοιποι, θορυβώδεις και παρορμητικοί, αγναντεύουν τον Πλούτωνα, μιλώντας για πολιτική και ποδόσφαιρο. Εκλογές το Σεπτέμβρη, προκριματικοί και μεταγραφές, ανούσιες πληροφορίες για να ξορκίσουν το φευγιό του διπλανού και να ορίσουν την αναπνοή τους
· Και ένας απίστευτος καυτός αέρας να τινάζει τα μαλλιά, να αφρίζει η σκόνη, να σηκώνονται οι σακούλες οι πλαστικές, να αγκιστρώνονται στα πόδια τα πεταμένα χαρτιά, να δραπετεύουν οι καδένες και τα κορμιά να σπρώχνουν την αντίδραση, να κερδίσουν στο νήμα την ύπαρξή τους.
· Οι τάφοι στον άνεμο κοντά, είναι σπίτια μικρά, χωρίς παράθυρα, μια πόρτα που κλείνει ερμητικά, λίγο τσιμέντο να ράβει τα ανοίγματα, ένας σταυρός περίτεχνος, μαρμάρινος, να εφησυχάζει το τρόμο και μια φωτογραφία στη βάση, διαλεγμένη από το κουτί που φυλασσόταν η νιότη. Κάπως έτσι είναι τα λευκά τελευταία καταφύγια των περαστικών στις μικρές συνοικίες, με τα αλμυρίκια, τις γειρτές ελιές και τα κεράσματα στα στενά, με τις τράβες για σκεπάσματα και τις πλάκες για στολίσματα. Στους ουρανούς τους φωτεινούς και στις θάλασσες τις απέραντες, στις πέτρες, στις καταιγίδες της τραμουντάνας και στα μεγάλα ονειροπολήματα που φτιάχνουν οι εικόνες του κύκλου, της αυτοκρατορίας των γραμμών, των σημείων και των ακτών.
· Το άσπρο, κεντημένο λευκό, σκέπασε την τελευταία προσευχή, ο συνεργός του χάροντα κατέβηκε, τακτοποίησε με περίσσια φροντίδα τη σορό, άσπρο μαξιλάρι, εικόνισμα στα χέρια, λίγο χώμα για να ταυτιστούν οι προελεύσεις και μετά κείνος ο μακρύς θόρυβος του συρσίματος της πλάκας που μοιάζει με βογγητό του χρόνου, να κλείνει με απίστευτο τρόπο την αρχή της μεταβολής των συναισθημάτων.
· Επίλογος στο καφενείο, ένας καφές ένα κονιάκ, μια ρακή, λίγα στραγάλια, ενα σχώριο, μια καλή κουβέντα, κτυπήματα στις πλάτες των καταβεβλημένων και κάτι ψιθυριστά στ αυτί, για τη μικρή που φόραγε τόσο κοντό φουστάνι.
· Ευλογημένοι τόποι οι μικροί τόποι. Κτυπά η καμπάνα με ονοματεπώνυμο. Καλέσματα για βεγγέρες στην αυλή, δισταχτικά αγγίγματα της ζωής, της ανθρώπινης, της λίγης.
· Και οι κουβέντες πάνε σύννεφο και η ασημαντότητα υπερκαλύπτει το σημαντικό, για να πορευτεί η ψευδαίσθηση, να συνεχιστεί η ζωή, να μονιάσουν οι επιθυμίες, να καλυφθεί το σημερινό, να ξεχαστεί ο θάνατος
· Μεθαύριο μπαίνει ο Αύγουστος που ‘ναι παχιές οι μύγες, η ξεχασιά αντιλαμβάνεται την αποχώρηση και εκλιπαρεί την μοναδικότητα
· Το πάθος όμως είναι φθινοπωρινό, ακουμπά στα πεσμένα φύλλα και στα ερεθισμένα χώματα, στις πληγές τις πρώτες, τις μοναδικές.
· Αδιάφορο το κοράκι πέρασε από μακριά, ξόκειλε την περιορισμένη απεγνωσμένη μιλιά του βουητού. Στον κατηφορικό δρόμο στη στροφή, μια ξανθιά μπούκλα ξεχώρισε. Στις άκρες κρέμονταν πολλές σταλαγματιές. Εκείνος ο μαύρος γάτος που γέρασε κι έφυγε κι εκείνο το παλληκάρι που ξέχασε να χαιρετήσει. Κρύφτηκε ξανά, οι σταγόνες έφυγαν, κατρακύλησαν στο χειροποίητο του μικρού τόπου, του σοβαρού τόπου και έγραψαν
· Εκείνους τους τάφους, όταν ο Βοριάς κλαίει για τα παιδιά του
· Στους τόπους που οι καμπάνες κτυπούν μόνες τους
· Στις καταλήξεις των βράχων!
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου