· Στην Τήνο, στο ύστερον σημείο της εξοχότητας!
· Απέναντι από τη σκέψη, στο τεντωμένο σκοινί του ορίζοντα, απλωμένα ασπρόρουχα τα λεξήματα, προσπαθούν να εντυπωσιάσουν την σύνθεση και να αποπροσανατολίσουν το ζητούμενο.
· Ένα κρατούμενο στη ματιά και μια δαγκωματιά στο μπράτσο, μια φιδίσια γλώσσα και μια πρωτόγνωρη συνεύρεση από ξεροκαταπίματα απλώνονταν, κάνοντας το σημαδάκι πίσω από τη δέστρα την εκτεθειμένη στο χειροποίητο λιμανάκι, να φαντάζει κόμπος στο λαιμό και διάστημα χαώδες, όταν μαζεύονταν τα νοήματα και γίνονταν τσουγκρίσματα καλωσορίσματος της εγκατάλειψης
· Σκαμμένο από τις νυχιές του Ήλιου και της θάλασσας το χώρισμα του στεγνού απ το βρεγμένο. Στις μικρές εσοχές που ανάσαιναν οι πεταμένες φωνές, στο τσιμεντένιο ανάγλυφο της μικρής προκυμαίας, τα χαλίκια αποχωρούν από την ανέμπνευστη σύνθεση και φτιάχνουν μικρά γλυπτά, λεία και μυτερά με χρωματισμούς σκούρους κι ανοικτούς. Και τρομάζουν το απρόσεκτο της κίνησης και συνθέτουν το δικό τους ρυθμό, στις χορδές των κανόνων της ομορφιάς. Στον όρμο του ανείπωτου, στη θέα του λαμπερού, στην ορμή του απόλυτου, στην απλησίαστη σιωπή των συναπαντημάτων, στις σανίδες με τα χαμόγελα και στα διάφανα φαρμάκια, που φέρνει η περίσταση. Στα γλαροτόπια που οι άνθρωποι φτιάξαν στιγμές για να ξεφεύγουν από το χρόνο
· Τα τέσσερα πόδια της ψάθινης καρέκλας του αιγαιοπελαγίτικου παραληρήματος είχαν την υπόσχεση στις άκρες τους και κρατούσαν την ισορροπία της κατάνυξης στην επιφάνεια, εκεί που τα αποτσίγαρα φτιάχναν τις βουνοκορφές της κυριαρχίας των αισθήσεων. Μια φωταγωγημένη αποχώρηση του καθημερινού και ένας ήχος καθηλωμένος στην ανάμνηση του περασμένου
· Κορασίδες με διάφανα υφάσματα στη μέση αφήνουν το νωχελικό να αποπλανήσει την προσοχή και ένας τύπος σκυφτός με πολλά σκυλιά από πίσω να προχωρά αγνοώντας τα σχόλια των παρισταμένων. Η βάρκα εταιρίδιο εκκολαπτόμενο δεμένο στο περιποιημένο από το βοριά μουράγιο, περίμενε. Και ξαφνικά η εικόνα έκοψε στα δυο το λογικό το πέταξε στα βαθιά, το πήραν οι ψαρόμορφες υπάρξεις, νεράιδες βασίλεψαν, ξεπετάχτηκαν οι τρίτωνες, τα αλογάκια της θάλασσας κι γίναν πετούμενα χρυσά, λαμπυρίσματα πρωτόλεια. Και διαμαντένια περιδέραια κρεμόντουσαν στο ξέχειλο του στερεώματος και θεοί με χάλκινα, συνόδευαν το γράφημα. Η βάρκα σύρθηκε στο κάλεσμα, οι σκύλοι επιβιβάστηκαν και το απόλυτο της επικυριαρχίας του πρωτοφανούς, χαστούκισε το κοινότοπο. Μια βάρκα ένας λεμβούχος και έξι σκύλοι ναύτες, να περιμαζέψουν το παραγάδι της απόγνωσης
· Εικόνα πραγματική και όχι αποτέλεσμα μιας έντεχνης παρανοϊκής περιγραφής. Εικόνα που ακυρώνει την έμπνευση του φυσικού και χαμηλώνει ταπεινά τους χρωστήρες των εμπνευσμένων
· Στην Τήνο στο ύστερον σημείο της σεμνοπρέπειας της αισθητικής
· Εκεί που οι ναύτες μπορεί να ναι τα βότσαλα, οι δέστρες, οι σκύλοι, τα χαμόγελα, τα μάτια σου
· Και το αντίστροφον δαίμονας του υπογείου παράταιρη εικόνα, ξεφλούδισμα της κακόμορφης θέασης φιλοξενία βρίσκει στις κακοτοπιές της παραφωνίας του διανοήματος
· Οι πορείες της ζωής της ψόφιας κι οι πλαστογραφημένες εικόνες, πληροφορίες που σε κάνουν και ανατριχιάζεις και τα καμώματα της πασιπόρνης της πρώτης, της παραγεμισμένης χήνας, της εξουσίας, της προστυχιάς, σε κάνουν να φαντάζεσαι τα πυγοραπίσματα μοναδικό τρόπο εκδήλωσης της αγανάχτησης. Στις συμμορίες της άρχουσας κοινωνίας του σκυροδέματος, των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, της ασυδοσίας της επίσημης, στην κυριολεξία της ξεφτίλας, στον απόηχο της καταστροφής της ζωής
· Εργολαβία η ασέλγεια και εγγυητές οι άρχοντες και μια παιδίσκη χαριτόμορφη κρατώντας το τέλειωμα του ανασηκωμένου φουστανιού, να βλέπει στην άκρη τη γατούλα να τρίβεται στη σανιδένια εξώπορτα.
· Στην πόρτα του δυσώδους, στο ακάλυπτο εξεικόνισμα της δυσμορφίας των επιλέκτων, η γατούλα είναι ένα ηχηρό ράπισμα, το όνειρο της ανάγκης
· Έτσι την άφησα να ξεφύγει για λίγο τη τσούλα την ανάγνωση και ξαναγύρισα στην αντιστροφή του αισχρόμορφου, στην επικράτεια την ονειρική, στην ορχήστρα των Κυκλάδων, των εγχόρδων μυστικών, των λίκνων των θεών, στο φως, στο γλυπτό του Βοριά
· Στην Τήνο, στο ύστερον σημείο της μεγαλοσύνης
· Και την ώρα που η πλάτη γύρισε και η γυναίκα με το κοραλλί φόρεμα, το άσπρο καπέλο χάνεται μέσα στην αγριάδα της μοναχικής διαδρομής, μια φωτογραφική μηχανή με εκείνο το χαρακτηριστικό θόρυβο της απομόνωσης της εικόνας, σκιαγραφεί τον πόνο, την επιστροφή
· Και η μοναξιά επί του τοπίου σοβαρόμορφη, για να φροντίσει για την κάθαρση κι η νύχτα γριά διακόνισσα του αποτυπώματος μουδιασμένη, απλώνεται.
· Μια ανατριχίλα ξεπέρασε το δέρμα σου, κοίταξες πέρα στην αμηχανία του πανοράματος. Σηκώθηκες αργά πλησίασες στη προκυμαία. Μια κίνηση, χαιρετισμός με λευκό μαντίλι
· Γυρνώντας σκόνταψες μέσα στο παραμύθι, πρόλαβες κι άφησες τα χνότα σου στο μισοσκόταδο και τραγούδησες το τελευταίο ταξίδι της
· Έτσι, έτσι όπως πρέπει, έγιναν όλα, με την τρέλα της λεπτομέρειας στα χείλια
· Στο ύστερον σημείο της μεγαλοπρέπειας
· Στην Τήνο
λοξός
loksos@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου