Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

  • Τα παραμύθια είναι όμορφα, όταν υπάρχουν πολλές Σταχτοπούτες και πολλές Χιονάτες. Νιώθω μιαν απέχθεια για τους Δράκους. Τους βλέπω καθημερινά να περιφέρονται. Να ρουφάνε το αίμα μικρών και μεγάλων, να καταδιώκουν απροσχημάτιστα το διαφορετικό. Ό,τι αντιστέκεται στις νόρμες της σαπίλας να και ένας Δράκος από πίσω. Κι οι νεράιδες όλο λιγοστεύουν κι οι κοντορεβιθούληδες που ανέβαιναν στους φασίολους, προδότες της φαντασίας μας και του ονείρου, παρακλάδια γινήκαν κι αυτοί, αυτού που λέμε ιχνογραφία των κοπράνων.

  • Μπάρο σε την Ολυμπιακή!

  • ΙΝΔΙΚΗ ΜΑΓΓΑΝΙΣ

  • «Αυτά που είπε ο κ. Μαγγίνας κρίνονται απολύτως ικανοποιητικά». Αποφαίνεται ο εκπρόσωπος προκαλώντας ευχαρίστηση στο ορνιθοτροφείο

  • Έχω πολλούς φίλους. Έναν Ινδό γιατί δεν έχω? Με έχει πιάσει το παράπονο!

  • 0091 ο κωδικός. Το Ένα παραπάνω από το 90, απλώς φιλοξενείται στην αριθμητική παράσταση!

  • «Το πέρασμα στην Ινδία». Με ασφάλεια και συντεταγμένα!

  • Και όμως! Ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής

  • Αυτές οι ουσίες, μας έχουν καταστρέψει εντελώς!

  • Φωνές και τάλαρα
    Η μικρή πόλη είχε βουήξει από τις φωνές των βάρβαρων διπόδων που ζητούσαν λίγο ψωμί, λίγη ρετσίνα και λίγα τάλαρα για να μπορούν να σμίγουν το κορμί τους μ’ αυτόν που κάνει τη στιγμή να φαίνεται θεόρατη.
    Ο Προγάστωρ , ανιψιός του μεγάλου θείου της πόλης, ανασήκωσε την πελώρια κεφαλή του, τίναξε την απαραμίλλου κάλλους ευμορφία του στην αντίπερα πλευρά του ώμου του, ανέσυρε το τεράστιον κάρανόν του ξανά, αλλά δυσφορώντας από τον κάματο της προσπάθειας , το άφησε έρμαιο στις αέναες κινήσεις των ενστίκτων του. Συνέχισε τη διαμάσηση!
    Οι φωνές πλησίαζαν απειλητικά και το αρχοντικό του Προγάστορος ένιωθε ίσως για πρώτη φορά απειλητική την ανάσα του λιγδιάρη, του λασπωμένου, του γδυμνού, του προδομένου διπόδου, που ήθελε λίγο ψωμί, λίγη ρετσίνα και λίγα τάλαρα για να μπορεί να σμίγει το κορμί του μ’ αυτόν που κάνει τη στιγμή να φαίνεται θεόρατη.
    Ο ραβδούχος του, ο Παρακοιμώμενος, όπως χαριτωμένα τον αποκαλούσε, πλησίασε από πίσω του, σεμνά και ταπεινά αφήνοντας ίχνη γυμνοσάλιαγκα στο πολυτελές αλλά βρόμικο δάπεδο των υποσχέσεων του οποίου ευθύνη έφερε η οικονόμος Ελπίδα, η ισχνή αυτή ρακοσυλλέκτρια.
    «Μην ανησυχείτε, εξοχότατε θα οπισθοδρομήσουν, έχουν φωνάξει πολύ. Άλλωστε δεν έχουν πολλές δυνάμεις. Είναι εξαντλημένοι»
    «Αυτές οι φωνές , με κουράζουν αφάνταστα Παρακοιμώμενε. Κάνουν κακό και στη πόλη, θα ξυπνήσουν κι οι υπόλοιποι»
    "Κοιμούνται βαθιά Εντιμότατε και μ’ ανοιχτά παράθυρα μάλιστα. Η θέαση στη μικρή μας πόλη είναι χορταστική. Άλλωστε μην ξεχνάτε την πλούσια χλωρίδα αυτού του τόπου".
    «Οι υπόλοιποι μαστιγοφόροι που καταγίνονται? Πάλι σε κανένα συμποσιακό χώρο, ή παίζουν πεσσούς με τους φιλοξενούμενους? Στο τέλος αυτοί οι πεσσοί θα αποβούν μοιραίοι. Ενθυμήσου, Παρακοιμώμενε , στη δοξολογία υπέρ αγνώστου χαυνοπολίτου τους παρανύμφους, με ποιο τρόπο απέσυραν τα κάνιστρα, εξαπατώντας τους δαδηφόρους, από τα χέρια των κορασίδων!»
    «Ναι! Ενθυμούμαι! Αλλά... μην ανησυχείτε εξοχότατε, θα φύγουν. Είναι εξαντλημένοι»
    Ένας συριγμός διέκοψε τις βαρυσήμαντες αναφορές. Η ρακένδυτος αφομοιώνοντας τη στιγμή εμφανίστηκε αίφνης.
    "Ελπίδα", η φωνή βγήκε σχεδόν απ’ όλο το σώμα.
    "Μάλιστα Μεγαλειότατε", απάντησε, ακουμπώντας την κατάφαση στη διάθεση των συνευρισκομένων.
    Χρόνια δούλα των συμφερόντων και καθοδηγούμενη πόρνη διαφόρων τελετουργικών επιθυμιών, είχε αφήσει εδώ και καιρό την παρετυμολόγηση να παρεισφρύσει και να κυριεύσει το πεφυσιωμένο της καταγωγής της.
    "Κατέβα και μοίρασε μερικά τάλαρα σ’ αυτούς τους χωριάτες για να μπορούν να πάρουν λίγο ψωμί λίγη ρετσίνα και να μπορούν να σμίγουν το κορμί τους μ’ αυτόν που κάνει τη στιγμή να φαίνεται θεόρατη.
    Το βήμα αργόσυρτο, η όψη ερειπωμένη εκφράσεων, τα χείλη σφιγμένα.
    "Ποιος κάνει τη στιγμή να φαίνεται θεόρατη Παρακοιμώμενε"?
    «Ο Θάνατος εξοχότατε! Ο Θάνατος!»
    «Ο Θάνατος?»
    «Αλλά μην ανησυχείτε, Θα φύγουν, είναι εξαντλημένοι, άλλωστε και η εκλαμπρότητα σας , στην εκκλησία του δήμου που συμμετείχατε για πρώτη και τελευταία φορά, απεφάνθη ότι οι λέξεις σωστά τοποθετημένες μπορούν να ανασύρουν τις παρατάσεις που επιθυμούμε».
    «Ο θάνατος ,λοιπόν, αυτός κάνει τη στιγμή να φαίνεται θεόρατη. Ο Θάνατος!»
    Η μέρα πέρασε , τα πεταμένα συνθήματα στις γωνιές θα σκεπαστούν απ’ το σκοτάδι.
    Οι φωνές θα αποσυρθούν για να δώσουν χώρο στον ψίθυρο. Παύση και μετά... Μετά, το λιντσάρισμα της σκλάβας, το κομμάτιασμα του εξωμότη, το ξενύχιασμα του ψεύδους, ο διαμελισμός της Ελπίδας , η αποκατάσταση των κανόνων.
    Στην πόλη όταν θα ξημερώσει, οι ύαινες θα ασελγήσουν πάνω στα εναπομείναντα, οι άνθρωποι θα δρομολογήσουν τη σιωπή τους, οι πολυσήμαντοι θα ‘ναι άφαντοι κι οι πεσσοί θα ‘ναι το αγαπημένο παιχνίδι του Προγάστορος και των υπολοίπων.
    Κι οι άλλοι θα συνεχίσουν να ζητούν λίγο ψωμί, λίγη ρετσίνα και λίγα τάλαρα για να μπορούν να σμίγουν το κορμί τους με περηφάνια, μ’ αυτόν που κάνει τη στιγμή να φαίνεται θεόρατη.

    λοξός
    loksos@gmail.com