Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

  • Μπράβο!

  • Λέξη επιφωνηματική με περιεχόμενο που εξαρτάται από την αλλαγή της εκφράσεως , το παιχνίδισμα του τονισμού ή την επιμήκυνση της καταλήξεως. Ο ήχος κοφτός αποκαλύπτει την σιγουριά της κατάφασης, ενώ όταν γίνεται μακρόσυρτος επισυνάπτει την παρουσία της απραγμοσύνης.

  • Μπραβοοο Ανέγγιχτε! Ζωγράφισες πάλι!

  • Δύσκολοι οι καιροί για τους χλοηφόρους κάθε λογής. Είτε αυτοί ανήκουν στον ευρύτερο αθλητικό χώρο είτε στον πολιτικό. Αλλά και για τους κίτρινους τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά τώρα τελευταία. Ας όψεται ο Κύριος καθηγητής!

  • Θρύλος, χωρίς «Αντιπαραθέσεις»

  • Το νεύμα θυμήθηκε ο κ. Λιάνης στην «Ανατροπή» και το χαρακτήρισε πράξη διαφάνειας.

  • Το πάθος ποτέ δεν υπήρξε μια διαφανής διαδικασία. Πάντα ήταν αδιαφανές, σκοτεινό, μοναχικό και σε αντίξοες συνθήκες αναπτυσσόμενο!

  • Αλλά το νεύμα χρειάζεται και πνεύμα το οποίον εκλείπει δυστυχώς, από τους κληρονόμους!

  • Πάλι φάνη κε το σκοτάδι από τις μαγγανείες του ταχυδακτυλουργού

  • Πολλά ονόματα στο ασφαλιστικό! ! Ένα μικρό και δυο μεγάλα.

  • Ένα μεγάλο και δυο μικρά, είναι άλλο!

  • Στην Ινδία, στους φιλοξενούμενους σερβίρουν εξοχικό.

  • Το προϊόν που εισάγεται κατά κόρον από την Ινδία είναι οι σουπιές!

  • Ναι, αυτό το μαλάκιο, το πεπλατυσμένου σχήματος, που χύνει μελάνι όταν νιώθει ότι κινδυνεύει!

  • Επιλέγω τους συνεργάτες μου γιατί κρίνω ότι είναι ικανοί να ανταπεξέλθουν και να φέρουν εις πέρας τα δύσκολα. Εκτιμώ τις ικανότητές τους, το ήθος τους και την ακεραιότητά τους. Και μετά, ξαφνικά, διαπιστώνω ότι δεν είχαν ικανότητες δεν τους διέκρινε η ακεραιότητα και τους εκδιώχνω εισπράττοντας στο ακέραιο την «έξωθεν καλή μαρτυρία». Και μετά Εγώ ,ο Ανέγγιχτος , ο Μεγαλοφυής, ο Πολυπράγμων απολαμβάνω το μεγαλείο μου αγναντεύοντας εκ του θρόνου μου τους εμβρόντητους να χάσκουν υποκύπτοντας.

  • Ο Κωνσταντής και το βραχάκι
    Στο παλιό λιμάνι του νησιού γεννήθηκε ο Κωνσταντής, χωρίς να γνωρίσει ούτε το χάδι, ούτε το δάκρυ της μάννας του. Άρχισε να ονειρεύεται ξαπλώνοντας το κορμάκι του σιμά στη θάλασσα, κλείνοντας τα μάτια του κι ακούγοντας τις μικρές φωνές που ‘βγαίναν απ’ τα κύματα, όπως αυτά χτύπαγαν νωχελικά κι αγαπητικά, το αγαπημένο του βραχάκι.
    Τα χρόνια περνούσαν ανελέητα κι οι μικρές σταγόνες που βρεχαν άλλοτε το προσωπάκι του και του φτιαχναν μικρούς μορφασμούς, έπαψαν πια να τον ευχαριστούν. Η αλμύρα κι ο ήλιος, τα βάσανα κι η φτώχια τον είχαν κάνει να χαίρεται όλο και λιγότερο. Τα χέρια του μοναχά κι αυτός. Να προσπαθούν να διαφεντέψουν τη ζωή, να τη χουφτώσουν, κι αυτή ν’ αντιστέκεται.
    Η θάλασσα σκληρή κι αδυσώπητη, μα ο Κωνσταντής είχε μάθει να παλεύει με τις νεράιδες και τα ξωτικά. Τα ήξερε καλά, τον ήξεραν κι αυτά και τον σεβόντουσαν.
    Κι όταν ο κόμπος έφτανε στο λαιμό και δεν άντεχε πια, έτρεχε πίσω, ξαναφόραγε το κοντό παντελονάκι, ξεφορτωνόταν τα παπούτσια του, έμπηζε τις φωνές και κατέβαινε στ’ ακρογιάλι να σταματήσει το χρόνο
    Κι όταν το κύμα έσκαγε πάνω στο αγαπημένο του βραχάκι, ξαναγινόταν παιδί κοίταζε τον ουρανό, έκλεινε τα ματάκια του, άφηνε το αεράκι να του δροσίσει τις αυλακιές στο προσωπάκι του και σκεφτόταν τα καλοκαίρια, που ερχόντουσαν οι έρωτες κι οι όμορφες νυχτιές αγκαλιασμένες με τους πόθους, που μάζευε έναν ολάκερο χειμώνα.
    Στο παλιό λιμάνι όλα ήταν ίδια συνέχεια.
    Ο ήλιος, η θάλασσα, το αεράκι και τα πιτσιλίσματα απ’ τα ξεχασμένα κύματα ήταν οι μοναδικές δροσοσταλιές που δίναν λίγο νόημα στην επανάληψη.
    Οι προύχοντες του παλιού λιμανιού , γιατί και στο παλιό λιμάνι υπήρχαν τέτοιοι, ήταν καλοντυμένοι, δεν είχαν πολλές ρυτίδες και δεν είχαν αγαπημένο βραχάκι. Είχαν μεγαλώσει μαζί με τον Κωνσταντή αλλά δεν ήξεραν ποτέ ν’ ακούσουν ένα κοχύλι και να δουν μακριά, πέρα απ’ τη θάλασσα τη δικιά του. Δεν μπορούσαν να παίξουν με την άμμο, ούτε να αρχίσουν να φωνάζουν στα σύννεφα όταν τους έπνιγε το σκοτάδι.
    Τον Κωνσταντή τον θυμόταν που και που για να του τάξουν εικονίσματα με θαμπές φιγούρες. Εκείνος χαμογέλαγε, άφηνε τον εαυτό του για λίγο να ξεγελαστεί, ξέχναγε την ανεμελιά κι έβλεπε τα όνειρα, που άκουγε να κουβεντιάζουν τα καλοκαίρια, εκείνοι οι μεγάλοι οι Αθηναίοι, που μιλούσαν όμορφα κι είχαν πάντα το ίδιο χαμόγελο.
    Κατάλαβε όμως με τον καιρό ότι κανείς δεν νοιαζόταν γι’ αυτόν, εκτός από τον ίδιο.
    Οι καμπάνες στο παλιό λιμάνι χτύπαγαν συχνά και δεν είχαν πάντα το ίδιο κάλεσμα. Πότε ήταν για καμιά γιορτή και πότε για κανένα που ξεχάστηκε και πέθανε. Οι καμπάνες ήταν η φωνή του παλιού λιμανιού κι ήταν φωνή που την άκουγαν όλοι.
    Ο μακρόσυρτος ήχος του καϊκιού ακούστηκε από μακριά , ανακατεύτηκε με τη φωνή και τη σκέπασε. Η φωνή της μάννας μπερδεύεται κι αυτή . Και μετά σιωπή
    Η θάλασσα ξεσηκώνεται
    Η σκιά του γλάρου φτιάχνει μια ζωγραφιά πάνω στο κύμα.
    Φέτος στις γιορτές θα αγόραζε πολλά λαμπάκια και θα στόλιζε το αγαπημένο του βραχάκι. Θα το ‘κανε να φαίνεται από μακριά, για να το βλέπουν όλοι!
    Να βρουν και λίγο φως και κείνα τα νυχτοπούλια…

λοξός
loksos@gmail.com