Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

 

·      Τζούλη...

·      Χαμηλά η φωνή, έφτασε μέχρι κάτω

·      Ο ψίθυρος ανακατεύτηκε με το θρόισμα, σταμάτησε την ευλογία της τελευταίας ανασαιμιάς  και ζωγράφισε ένα χαμόγελο πάνω στα χείλη

·      Τζουλη, Τζούλη...

·      Ξαναψιθύρισε

·      Η επανάληψη αναστάτωσε το απλόχερο της σιωπής και άφησε τα αποσιωπητικά να επιμηκύνονται.

·      Η πομπή, είχε διασπάσει το όνειρο, καταφέρνοντας για μια ακόμα φορά να αναστατώσει το προσωρινό

·      Ο θάνατος κάνει τις θύμισες εικόνες μαγικές, νοσταλγικές

·      Η Αρχόντισσα του λιμανιού, η νεράιδα η λευκοθώρητη, με το ζωνάρι και το  μαχαίρι στάθηκε όρθια και ξανακάλεσε

·      Αυτή τη φορά πιο αργά και πιο δυνατά.

·      Τζούλη ...Τζούλη...

·      και το αργόσυρτο του ήχου καλωσόρισε τον  αποστάτη.

·      Θεριό ανήμερο, συναπάντημα αντιθέσεων , μοναχική αυτοκράτειρα, στάθηκε στη μέση της σκηνής κι άπλωσε το χέρι

·      Το παραμιλητό της, συντροφιά στον αργόσυρτο βηματισμό της συνοδείας, ανασκάλεψε τους πόθους κι έκανε το δάκρυ βραχολούλουδο, παραδομένο στην καταχνιά.

·      Κάρφωσε τα μάτια της στο κενό κι έκανε τη σκέψη της  βουβό αφήγημα.

·      Διάβασα χτες τα κατάστιχα, άκουσα τους εφιάλτες να μονολογούν.

·      Είδα αγκυλωτούς σταυρούς να στολίζουν τη ψυχή μου

·      Είδα στολές θανατερές να μασκαρεύουν τα παραμύθια μου

·      Άκουσα θλιβερούς ανθρώπους να στολίζουν το παρελθόν τους με κλεμμένες στιγμές

·      Είδα τη φορεσιά μου να λερώνεται

·      Το γαλάζιο, το λευκό, το πεταμένο απ το θεό στο κατέβασμα της γης.

·      Στη μελαγχολία της μοναξιάς.

·      Παραδομένο.

·      Στη γωνιά των οριζόντων, στην αγκαλιά των θεών.

·      Με το Δία την Αφροδίτη τον Απόλλωνα.

·      Με τη λύρα, που ‘κανε τη σιωπή να λατρέψει το κελάηδισμα.

·      Με την Αθηνά  που με σύνεση ανακάτεψε την ομορφιά και τη σοφία.

·      Το γαλάζιο, το λευκό, το πεταμένο πάνω στο πανί

·      Το καμωμένο από  αίμα ουρανό και θάλασσα.

·      Στέκεται  βιασμένο και μοναχικό

·      Δακρυσμένο

·      Να  κουβεντιάσουμε, λέει, να κουβεντιάσουμε για τη γεωγραφία του κορμιού μας

·      Να αρνηθούμε το σώμα μας

·      Τα χέρια τους τα  ξωτικά, μακριά σκελετωμένα, προσπαθούν ν’ αρπάξουν κομμάτια απ τη σάρκα μου, για να φτιάξουν κορμί

·      Σκοτώθηκα

·      Έδωσα πόνο, έδωσα δάκρυ, έδωσα ουρανό, έδωσα θάλασσα, έδωσα λόγο

·      Έφτιαξα σεντόνια νεκρικά να σκεπάζουν τα σώματα που αρνήθηκαν να ξεχάσουν το χώμα μου.

·      Κεντημένα με σύμβολα, κεντημένα με παπαρούνες και βιολέτες με μυρουδιές και χρώματα

·      Που τα πήρε ο ντουνιάς ολόκληρος και τα ΄κανε στολίδια στις πλατείες, στα στενά, στα σχολειά, στους ναούς, στα παλάτια στις γέφυρες.

·      Στους στεναγμούς, στους στοχασμούς.

·      Τζούλη... έμαθες τα νέα?

·      Τα μάρμαρα εδώ πάνω είναι στη θέση τους κι η Ακρόπολη είναι στολισμένη και γεμάτη φως.

·      Εκείνο το φως το δυνατό, το λαμπερό, το απέραντο.

·      Θυμάμαι  κι εκείνον το λιμοκοντόρο με τους κολλαρισμένους γιακάδες ,που μου ‘χε πει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από ωραία πράγματα , όταν του μίλαγα για τον Παρθενώνα

·      Δεν μπορούσε να καταλάβει την μοναδικότητα της ομορφιάς, ο χαρτογιακάς

·      Δεν μπορούσε να καταλάβει ο θρασυγλωσσής το σεργιάνισμα του ήλιου, πάνω στις πατημασιές του Ικτίνου

·      Ψιχαλίζει ...

·      Ελπίζω να μη βραχείς...

·      Οι σταγόνες άφησαν για λίγο την ανάσα να αποστηθίσει τη διαδρομή και μετά αφημένες, έπεσαν σαν μικρές τούφες ανοιξιάτικης παρακμής.

·      ‘Άπλωσε το χέρι της και σφάλισε μέσα της μια σταγόνα.

·      Έκλεισε εκεί όλα τα όνειρα.

·      Το χέρι απαλά αγκάλιασε το κόσμο της

·      Έφτιαξε μια κραυγή

·      Και άρχισε να φτιάχνει συνθέματα  για να ακουστεί παντού

·      Δεν ξέρω τι γίνεται πια..

·      Η Ιστορία σκόνταψε.

·      Κι ο κόσμος άλλαξε. 

·      Και εσύ άργησες τόσο πολύ!

·      Και έκανε τόσο κρύο!

·      Ποτέ την Κυριακή όμως δεν κτύπησαν τόσο χαρμόσυνα οι καμπάνες.

·      Σκοτάδι αλλά μη σε νοιάζει

·      Θα σου πιάσω το χέρι

·      Είναι τόσο όμορφα όλα από ψηλά!

·      Βλέπεις εκεί στην άκρη?

·      Όλες οι φωνές μαζεύτηκαν

·      Μαζί με τα πουλιά

·      Τραγουδούν, αφήνουν τις καρδιές τους να γίνουν πετάγματα, ζεύουν τα άλογα και τρέχουν  να φτάσουν το σύννεφο

·      Και μετά..

·      Μετά...

·      Μετά πάνε  όλοι στην ακρογιαλιά

·      Να αγγίξουν το κύμα να αγγίξουν τον Ήλιο που ονειρεύτηκαν

·      Όταν ήταν ακόμα ζωντανοί!

λοξός

loksos@gmail.com