Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 17/9/2009

· Στην χαρώνειον θύρα

· Ο εκνευρισμός διάχυτος και οι οφθαλμοί εξογκωμένοι κατά την έξοδο της αγανάχτησης από τη μεγάλη πόρτα με τα γαρνιρισμένα ιδεολογήματα. Πανικόβλητο το τεράστιο γιατί, που χάιδεψε, που νανούρισε και φυσικά συμπορεύτηκε με την μεγάλη οπτασία της δημιουργημένης ιστορίας, αποδιωγμένο τώρα πια, από τα ανυπέρβλητα συνωμοτικά κέντρα της γλώσσας και της κυρίας Πολυξένης, της ακόλαστης αυτής γηραιάς, που μασουλώντας ένα ξερό παξιμαδάκι διαφέντευε την πορεία των άστρων και του ήλιου, των ανέμων και των διαφόρων πολύπλοκων καιρικών φαινομένων, γύρισε την πλάτη και κατηφόρισε.

· Και ενώ διεδραματίζοντο τα γεγονότα και το τεράστιο τσουκάλι ακουμπούσε πάνω στα πυρίμαχα τούβλα κι από κάτω τα κούτσουρα αναψοκοκκινισμένα, από την αλγεινή εντύπωση που έχει η φωτιά για το ξύλο, ζέσταιναν την παχύρρευστη μάζα, την εντός της μαρμίτας ευρισκομένη και ο Ζωμευτής, ο ειδικός δηλαδή, εις την παρασκευή της σούπας, με την πλατιά κουτάλα ανακάτευε μορφάζοντας την πληθωρικότητα του υγρού στοιχείου.

· Μικρές φυσαλίδες στην επιφάνεια και τριξίματα των πασσάλων που έκαιγαν και έβραζαν το παρασκεύασμα. Μαυρισμένο το περιβάλλον της υποδοχής, στη στέγη της φωτιάς και το καπνισμένο τσουκάλι της περιφρόνησης αθωώνει και ενοχοποιεί την ανάγκη για επικράτηση. Υδρατμοί να ξεφεύγουν, μπαχαρικά να αναπολούν μια εξαίσια συνταγή και ο ιδρώτας της αμηχανίας να συναντά που και που, την απεγνωσμένη προσπάθεια της νοστιμιάς, να εισέλθει στον περίγυρο του χάλκινου σκεύους.

· Και ενώ όλα ήταν απελπιστικά ήσυχα και το δρομολόγιο μονότονο όπως όλες οι προκαθορισμένες διαδρομές, ένα μακαρόνι απέδρασε από τον εναγκαλισμό του πλαστικού και κάνοντας ορισμένες περιστροφικές κινήσεις στον αέρα, έπεσε με πάταγο στο μωσαϊκό, μεταλλάσσοντας το χρωματισμό του δαπέδου. Και αίφνης το μακαρόνι μεταμορφώθηκε σε ένα είδος κοφτού ζυμαρικού και ένα από αυτά τα κατακερματισμένα, διεγερμένο από την αφιλοξενία της παρούσης στιγμής κύλησε ευθαρσώς και αναιδώς και άρχισε να ξεστομίζει προτάσεις υβριστικές αναθεματίζοντας πρώτα τον εαυτό του για τον τρόπο που δέχτηκε να ζυμωθεί και κατόπιν αυτούς που τον βρήκαν πλασμένο έτοιμο να απαρτίσει τον ορισμό της σύνθεσης της εύπλαστης ουσίας. Διεγειρόμενο λοιπόν, κατρακυλώντας αναπολεί την ευπρέπεια του παρελθόντος, αυτό το μικρό, ταπεινό, ολίγιστο, κοφτό μακαρονάκι. Από τότε έγινε απαραίτητο συστατικό για κάθε λογής υγρό σχηματισμό

· «Α! Έτσι έγινε λοιπόν το κοφτό μακαρονάκι, Πατερα»? «Ναι κάπως έτσι γίνονται όλα τα κοφτά πράγματα σ αυτό το κόσμο παιδί μου.»

· Και ακούστηκε κι ο κόκορας από την Εσπερία να κρώζει επίμονα και να προσπαθεί να σώσει το κοτέτσι. Αλλά τα πουλερικά γύρισαν πλάτη και ψάχνουν σ άλλες γειτονιές, άλλα ξυπνητήρια

· Και γύρισε απορημένη η ερώτηση. Τι σχέση έχει το κοφτό μακαρονάκι με τον κόρακα πατέρα?

· Η απάντηση κόμπιασε έκανε μια στριφογυριστή περί τον άξονα και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο με το χέρι υψωμένο.

· Κάπως έτσι έλαβεν αρχήν και τέλος το περιστατικό της αφηγήσεως μεταξύ δυο γερόντων καθισμένων σε ένα παγκάκι σε ένα πάρκο μεγαλουπόλεως, ενώ τα περιστέρια έτρωγαν κάποια σουσαμάκια που δραπέτευσαν από τα δόντια τινός περαστικού πειναλέου και κάποιοι μικροί αντικρινά κλοτσούσαν ένα ντενεκάκι αναψυκτικού ενώ οι μανάδες εξιστορούσαν η μια στην άλλη την αδιαφορία των συζύγων τους, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα δημιουργήματά τους και ανακράζοντας που και που διακεκομμένες κραυγές, για λόγους πειθαρχίας

· Και ο Σεπτέμβρης αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα πλησιάζει προς το τέρμα προσπαθώντας να κατανοήσει τις μικρές ιστορίες, που ανακατεύουν τις αναπνοές και αποπροσανατολίζουν τα συμπεράσματα

· Τα ασπροσέντονα έχουν εκτεθεί στα μπαλκόνια και κανένας λεκές δεν φανερώνεται. Λίγο να μείνουν παραπάνω θα γαριάσουν από το φως θα ξεφωνήσει το σκοτεινό και οι λέξεις θα μείνουν κληρονομήματα κατάπτυστου παρελθόντος.

· Και το παρελθόν είναι πάντα μονόχρωμο

· Δεν έχω καταλάβει τίποτα, κουνά το κεφάλι μεμψιμοιρώντας ο αναγνώστης. Κανείς δεν έχει καταλάβει τίποτα, ανταπαντά ο αφηγητής. Ούτε κι αυτό ακόμα το φθινόπωρο

· Μόνο τα χρώματα δάνεισε για λίγο, πήρε και λίγο νοτιά και έφτιαξε το αποπνικτικό. Αυτό που σου ανεβαίνει στο λαιμό σφίγγει και καταπνίγει κάθε προσπάθεια να κοιτάξεις με καθαρό μάτι τις δυο παράλληλες σειρές καλωδίων που στηρίζονται σε δυο στύλους επιβλητικούς, στο βάθος της ελαιογραφίας.

· Και πάνω στις παράλληλες διατάξεις κοράκια περιστέρια σπουργίτια και τρυγόνια, πετούμενα μικρά και μεγάλα, γλυκά και άγρια παρουσιάζονται στη σχολική γιορτή με κορόνες και κρατημένα δάκρυα κι από κάτω ερημιά, ούτε ένα χειροκρότημα, μόνο ένα κατακαημένο ξερό χώμα με κάτι ισχνά χορταράκια περιμένει το πρωτοβρόχι

· Συνεχίζω να μην καταλαβαίνω τίποτα, ξαναφώναξε!

· Δεν με απασχολεί ιδιαίτερα, σκέφτηκε και άρπαξε μια καραμούζα ένα παλιό καπέλο μαύρο, σαν του Ναπολέοντα, το φόρεσε, άρχισε να παίζει ένα εμβατήριο και με αρχοντικό βήμα έδωσε ένα πανηγυρικό τέλος στη διήγηση

· Και η βροχή συνεχίζει να κτυπά αλύπητα τη λαμαρίνα του φτωχού στέγαστρου

· Από κάτω κάποιες πονεμένες στιγμές δικαιολογούσαν την ομορφιά

· Και πιο πέρα, ακόμα πιο πέρα, σε εκείνο το απέραντο κόκκινο, σε εκείνη την μεγαλειότητα του μακρινού

· Η καραμούζα είχε μαζέψει πίσω της όλα τα λογικά πετροβολήματα!

· Καγχάζοντας, αποχώρησες από την ιστορία

· Βαριεστημένα!

λοξός

loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: