Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

λοξός ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 5/11/2009

· Πολλά αυτοκινητάκια με σπασμένα τας φρένας με μικρές ρόδες και με σταματημένα τα φώτα σε σημεία κοντινά

· Οι οδηγοί με κράνη ληγμένα και φόρμες με διαφημιστικές ετικέτες προϊόντων που αφαιρέθηκαν από τα ράφια του μπακάλικου του ορεινού χωριού με τους κοντούς με τα μπλε καπελάκια

· Και εκεί που μια φωτιά έκαιγε στη μέση της χωμάτινης πλατείας ένας ψηλός με μαύρα ρούχα κακάσχημος και ξεχασμένος επιβλητικός και σατανικός με μάτια πύρινα με χαρτιά στα χέρια ευνοεί το χρόνο να θυμηθεί τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα και τις φωτιές με τα πηδήματα

· Εκεί στο μικρό χωριό με τους κοντούς με τα μπλε καπελάκια και το μαυροντυμένο ψηλό που γελά υποχθόνια και τρέμει η γη, τρέμει κι η πλάση, τρέμουν και τα υποκατάστατα της σέλας του επί πόλου όνου

· Και ενώ ταξίδευε η σκέψη στα παραμύθια

· “Επιθυμώ να είμαι συντελεστής παραγωγής μιας νέας πολιτικής, με όρους, που θα προετοιμάζουν το μέλλον” διηγείται στα μικρά παιδιά ο κύριος Αβραμόπουλος, που κάθονται και περιμένουν να χειροκροτήσουν το μέλλον της επανιδρύσεως του παρελθόντος. Και ο έξυπνος λόρδος με το παπιγιόν αντιλαμβανόμενος την επερχόμενη ήττα μιλά για το μέλλον αποστασιοποιημένος από την αγωνία της έκβασης του παιχνιδιού. Και οι λέξεις πρόστυχες, όταν κατευθύνονται στις λεπτομέρειες, δηλώνουν την επιθυμία του ευγενούς για την ίδρυση μιας άλλης πτέρυγας μεταχειρισμένων τροχοφόρων. Και ονειρεύεται μια νέα παραγωγή ιδεών προσκείμενων στις γραμμές του ειδικού κοινού, αυτού με τις επίπλαστες μορφές χρήσεως της γλώσσας και της συμπεριφοράς.

· Και από την άλλη ο κύριος Μεΐμαράκης με το βραχύ μουστάκι με τη βαριά φωνή καθισμένος σε τραπεζάκι τετράγωνο με τη ρετσίνα στο καρό τραπεζομάντιλο, ομοίωμα παλαιού ασίκη καταφεύγει σε γκριμάτσες που υπονοούν φράσεις όπως, «άσε ρε φίλε» και «τι να μας πει τώρα η μπουχλούμπα», για να τονίσει την απέχθεια του σε οτιδήποτε ξεφεύγει από τα πατροπαράδοτα κληρονομικά δικαιώματα. Και αποφεύγοντας τη δήθεν πολιτική ορολογία μιμούμενος την ανάσα των ανακουφισμένων στις απανταχού λεκάνες της Μεσογείου, εγχέζει επιμόνως και απροκαλύπτως εκείνους που εμπαίζουν την άλλη τάση

· Κι έχουν μείνει τρεις κι ο τρίτος κύριος Ψωμιαδης αντέχει προς το παρόν και ως νέος Έκτωρ φωνάζει «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί παράταξης», χωρίς να αντιλαμβάνεται την ανάγνωση των επικείμενων δύσκολων ημερών και τον Όμηρο που έρχεται

· Είναι λίγες μέρες τώρα που μου έχει λείψει και ο Καραμανλής εκείνο το «όποιος δεν τον στηρίξει θα έχει να κάνει μαζί μου» μου προκάλεσε κάτι τις στο συναισθηματικό μου πεδίο. Μια μεγαλη ανατριχίλα, αντρίλα, ιδρωτίλα, φορτηγά, εθνική οδό, ροζιασμένα χέρια, κάματος, πόνος και μεγάλη αποφασιστικότητα

· Και συνελαύνουν λοιπόν περιμένοντας το τέλος οι μνηστήρες και χασκογελά η ηλιοφάνεια

· Και στους τόπους που έχει αγιογραφηθεί η εξάπλωση των ιδεών αβγά αντιστασιακά χωρίς χρώμα επανατοποθετούν την ελευθερία της έκφρασης. Αλήθεια ποια είναι άραγε η διαφορά εκείνων που αφόριζαν κάποτε συγγραφείς με τους σημερινούς εκτοξευτές των ωών

· Και αφιερώνω τη στιγμή σ αυτούς που χαμηλώνουν τις λέξεις αυτό το καιρό που αφήνουν το στόμα να χαλαρώνει και να κρατά τις συλλαβές

· και μέσα στην πολιτική ανυπομονησία των ημερών η καθημερινή γλώσσα αντέχει κι απ ότι φαίνεται σε πείσμα των νοσταλγών των παλιομοδίτικων ελληνικών, τώρα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ θα γράφεται LA SOURIS για να ακουμπά καλύτερα στη γλώσσα που επιβάλουν οι μοντέρνοι καιροί της εφήμερης ανάγνωσης

· Αλλά ποιος νοιάζεται για τέτοια τώρα. Eδώ ο κόσμος χτενίζεται συνεχώς και αδιαλείπτως

Λούνα παρκ

Στην πολύβουη πόλη με τους αδίστακτους κακοποιούς και τους πολυμήχανους αστυνόμους διεδραματίσθη το περιστατικό που έμελε να χαρακτηρισθεί η μεγαλύτερη αντιπαράθεση στην ιστορία του ανταγωνισμού των διαφορετικών σχολών εφαρμογής των νόμων

Ο μίστερ Μαρκογιαννάκης έχων τη μορφή αστυνόμου επαρχιακής πόλεως με τα φουσκωμένα μάγουλα και την βαριά προφορά, το γυαλισμένο αστέρι στο στήθος, μπότες, σπιρούνια και γάιδαρο ψηλό, με την εμμονή του πολυπράγμονος ιχνηλάτη συνεχίζει να κυνηγά φαντάσματα

Ο μίστερ Χρυσοχοίδης με παρελθόν που θα ζήλευε και ο Κλιντ ‘Ιστγουντ με ντύσιμο κάζουαλ με παπούτσι μυτερό και βλέμμα αετίσιο και με μεθόδους βγαλμένες από πολύπλοκα μυθιστορήματα διακατέχεται από την εμμονή της ταύτισης με την υπέρτατη ερμηνεία του νόμου

Απέναντι προς αλλήλους λοιπόν στο λουναπάρκ της ιστορίας ακονίζουν τα μαχαίρια τους, ενώ οι σφαίρες και τα αβγά περιφέρονται ανελλιπώς και αδιακρίτως προς πάσαν κατεύθυνση

Μυογράφημα

· Χαμένος μέσα σε εκείνη την παρένθεση προσπάθησε να βρει την επόμενη και την προηγούμενη λέξη. Βαρύ το κάγκελο όμως. Καμιά λέξη δε φαινόταν για να τελειώσει το φόβο. Φοβόταν πολύ, κυκλοφορούσε πάντα με το γιακά ανεβασμένο και το κεφάλι σκυφτό. Έκλαιγε όταν ήταν μόνος του πίσω απ την κουρτίνα με τους μεγάλους φιόγκους. Η μάνα του γκρίνιαζε καθημερινά να τρώει το φάι του και ο μπαμπάς του παρφουμαριζόταν πριν πάει να παίξει τάβλι στο καφενείο

· Σπούδασε στο πανεπιστήμιο, άκουσε τα τραγούδια τα επαναστατικά έβγαλε τους ορισμούς και τους έβαλε στο μυαλό του. Διάβασε κάποια βιβλία, τού άρεσαν και τα κινούμενα σχέδια, αγόρασε ένα παπί και μοίραζε πίτσες στη γειτονιά για να τελειώσει το μεταπτυχιακό του.

· Έβλεπε τηλεόραση τα βράδια όταν είχε ρεπό. Άκουγε ραδιόφωνο, διάβαζε εφημερίδες. Έβλεπε υπουργούς να κλέβουν μανάδες να πουλούν τα παιδιά τους, παπάδες να εκπορνεύονται.

· Κλεινόταν μέσα του ολοένα. Μετά γνώρισε τον έρωτα σε ενα συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Είχαν σκύψει να πιάσουν την ίδια πέτρα και κατά λάθος ακούμπησαν τα δάχτυλά τους

· Ο έρωτας έφυγε, η μάνα του γρινιάζει ακόμα κι ο πατέρας αρωματίζεται για τη γκόμενα. Ο υπουργός κλέβει, η μάνα εμπορεύεται κι ο παπάς εκπορνεύεται.

· Και μετά έγινε πληγωμένος και θυμωμένος πετάει πέτρες σπάει αυτοκίνητα γράφει προκηρύξεις και φοβάται τον εαυτό του.

· Μια αγκαλιά γύρευε και δεν του έδωσαν το χέρι και τώρα φοβάται πιο πολύ και μαζί του φοβάμαι κι εγώ.

λοξός

loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: