Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

ΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 18/12/2008

• Το απογευματάκι στα μικρά νησιά έχει την αγριάδα της νύκτας 
• Κι αν είναι και χειμώνας τότε είναι που το βάδισμα γίνεται πιο γρήγορο και οι κρυφές ματιές προς τα πίσω ξορκίζουν τα φαντάσματα που παραμονεύουν στις καταλήξεις της σκέψης και του ονείρου
• Στη γωνιά του δρόμου μια από εκείνες τις στιγμές που για κάποιο ιδιαίτερο λόγο σκαλώνει στο νου και μετά σου έρχεται για να σε κάνει να καταλάβεις τη σχέση του χθες με το σήμερα
• Εκείνος κοντός με ρεπούμπλικα μουστακάκι περιποιημένο μοσχοβολιά κλεισούρας διευθυντής τράπεζας. 
• Η γνώμη του μέτραγε για τους στο έλεος του Θεού παραδομένους 
• Εκείνη ισχνή μαυροφορεμένη με γεννημένο τον καημό στα μάτια της γύριζε από τον εσπερινό 
• Μπροστά η κοντόχοντρη σκιά, πίσω βγαλμένη από αγιογραφία η μαντιλοφορεμένη
• Απέραντο το σούρουπο, μόνο ο ήχος των βημάτων παραφωνεί στο άπλωμα της σιωπής 
• «Καλησπέρα Αναστασία»
• Ανταπόδοση του χαιρετισμού και οι ψίθυροι διαδέχονταν ο ένα τον άλλον 
• Ο Γιωργής είχε τελειώσει το παιχνίδι κι ανηφόριζε για το σπίτι έχοντας κατά νου τι δικαιολογία θα σκαρφιστεί για να ξεκολλήσει το χέρι της μάνας του από πάνω του
• «Καλησπέρα σας»
• «Άργησες Γιώργη» ακούστηκε η φωνή του τραπεζικού
• Ένας προάγγελος των δεινών που θα επακολουθούσαν 
• Επιτάχυνε το βήμα αφήνοντας πίσω την παρατήρηση
• Και μετά μια φράση που ξεπέρασε εκείνο το σούρουπο και καρφώθηκε στο μυαλό χωρίς ποτέ όμως να κάνει τη παρουσία της επιβλητική 
• «Κατάλαβες Αναστασία, οι αλήτες!»
• Πήρε δρόμο και χάθηκε στο βάθος του δρόμου 
• Στη πόρτα η μάννα του ανήσυχη 
• «Που ήσουν αγόρι μου, θα με πεθάνεις, που ήσουν. δε βλέπεις τι γίνεται»
• Ο πατέρας κολλημένος στο ραδιόφωνο έλεγε κάτι για κάποια παιδιά που είχαν βγει στο δρόμο 
• Θα είναι οι αλήτες σκέφτηκε και πριν προλάβει να ξεστομίσει τίποτα
• «Κουράγιο παιδιά κουράγιο» ακούγεται τρεμάμενη η φωνή της μάνας και η φράση κατακάθεται κι αυτή στη συλλογή που κυνηγά τη ζωή
• Την κοίταξε απορημένος και μεγάλωσε χωρίς κανείς να του εξηγήσει ποτέ τις διαφορές των αντιθέσεων 
• Μόνος του αργότερα κατάλαβε γιατί οι μικροί μιλούν πάντοτε στον ενικό 
• Οι αλήτες εκείνης της εποχής μεγάλωσαν μορφωθήκαν έκαναν παιδιά και κρέμασαν στο πέτο το παρελθόν τους
• Κλειδωθήκαν στο δωμάτιο και χάζευαν τα λευκά ντουβάρια
• Έξω η ζωή προσπερνούσε και εκείνοι δεν μπόρεσαν ποτέ να δουν και ν’ ακούσουν τους καινούργιους αλήτες
• Λες κι η ιστορία σταμάτησε να φτιάχνει παραβάτες που την κάνουν να γίνεται ξελογιάστρα
• Και γέμισε απ αυτούς τους ημίαιμους κοντόχοντρους που στις καθέδρες αποπλανούν τις ερωτήσεις 
• Κι όμως οι μικροί είναι πάντα ίδιοι οι μεγάλοι είναι αλλιώτικοι
• Μεγάλο βουητό στις λεωφόρους 
• κουβεντιάζουν όλοι για εκείνον τον Άρχοντα που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν καταλαβαίνει και κυβερνά 
• Που δεν είχε πλήρη εικόνα του τοπίου αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να παραμιλά 
• Που παραδέχτηκε το λάθος του 
• Και τον χειροκρότησαν γι αυτό οι υπόλοιποι 
• Τυφλοί κι αυτοί κωφάλαλοι, ξενιτεμένοι της πραγματικότητας 
• Χειροκρότησαν για λογαριασμό τους 
• Και στα καφέ οι μικροί βλέπουν τις ειδήσεις μαζεμένοι
• Κι αναρωτιούνται για ποια εικόνα μιλά ο άρχοντας
• Και ποιος είναι αυτός που δεν έχει πλήρη εικόνα?
• Αυτός που δεν έχει δει δεν έχει ακούσει δεν έχει καταλάβει!
• Γιατί δε θέλει ή γιατί δε μπορεί
• Και θα περάσει κι αυτή η στιγμή θα κλείσουν οι πόρτες και θα μείνουμε μόνοι μας 
• Όπως κάθε φορά
• Γι’ αυτό είπε σήμερα να φτιάξει ένα όνειρο
• Άνοιξε εκείνο το κόκκινο κουτί της γιαγιάς για να βρει τα παλιά παιχνίδια που χε φυλάξει από τότε 
• Μια σφεντόνα μια καραμούζα και αμέτρητους βόλους γυάλινους γυαλιστερούς πολύχρωμους
• Και μέσα καταχωνιασμένο ένα κιτρινιασμένο χαρτί 
• Ένα παλιό σχέδιο μάχης 
• Το άνοιξε με προσοχή 
• Σκυθρώπιασε και άρχισε να σκέφτεται γρήγορα
• «Δεν είχα πλήρη εικόνα» 
• Σκεφτόταν και οργιζόταν και μετά ο θόρυβος του χειροκροτήματος επισφράγιζε την αγανάχτηση του 
• Άρπαξε τη καραμούζα κι άρχισε να τρέχει δυνατά 
• Κόσμος μαζεμένος συνθήματα τραγούδια φωνές
• Και πόνος, αξεπέραστος πόνος 
• Φωτιές δεξιά αριστερά και πολλά δάκρυα 
• Κοντοστάθηκε και ψέλλισε 
• «Φυλάξου μικρέ», ακούγεται η φωνή από το παρελθόν
• «Φυλάξου μικρέ» ξαναψιθύρισε 
• Αλλά που να ακούσει η φωτιά 
• ‘Αρπαξε τη καραμούζα από το χέρι του και έτρεξε να προλάβει την ουρά της ιστορίας που είχε αρχίσει να χάνεται στη στροφή 
• Χαμογέλασε 
• Μια φευγαλέα ματιά στο κουτί, 
• Κοίταξε τη σφεντόνα
• Την άγγιξε με τρυφερότητα 
• Έκλεισε το κουτί 
• Σκούπισε τα μάτια του 
• Και χάθηκε μέσα στο σύννεφο

λοξός

loksos@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: